φείδομαι
οὐκ ἔστιν οὐδείς, οὐδ' ὁ Μυσῶν ἔσχατος → there is nobody, not even the last of the Mysians | there is nobody, not even the meanest of mankind
English (LSJ)
Anacr.101, etc.: impf. φείδοντο (without augm.) even in S.El.716 after a diphth. at the end of the preceding line: fut.
A φείσομαι Ar.Ach.312 (troch.), Pl.Ap.31a, etc., Ep. πεφῐδήσομαι Il.15.215, later fut. Pass. in med. sense φ<ε>ισθήσομαι PUniv.Giss.21.6 (ii A.D.): aor. 1 ἐφεισάμην Sol.32.1, A.Th.412, And.2.11, etc., Ep.3sg. φείσατο Il.24.236: Ep. redupl. aor. 2 πεφῐδόμην, used by Hom. in opt. πεφῐδοίμην, πεφίδοιτο, Od.9.277, Il.20.464, inf. πεφιδέσθαι 21.101: pf. part. πεφεισμένος Luc.Hist.Conscr.59 (in med. sense, D.C. 50.20); Ep. imper. πεφίδησο IG14.1363.16; part. πεφιδημένος Nonn. D.12.392:—spare: I spare persons and things, e.g. in war, i.e. not destroy them, c. gen., Τρώων Il.21.101; ἀνδρός 24.158, cf. Od.9.277, 22.54, Pl.Ap.31a; Ἰλίου Il.15.215; Ἄρης οὐκ ἀγαθῶν φ. Anacr. l. c.; ἀπ' ἀνδρῶν ὧν Ἄρης ἐφείσατο A.Th.412; γῆς πατρίδος Sol. l.c.; μὴ φείσῃ βίου spare not my life, S.Ph.749; μὴ φείδεσθε . . στρατοῦ Id.Aj. 844; φ. μήτε ἰδίου μήτε δημοσίου οἰκοδομήματος Th.1.90, cf. 3.74: abs., spare, be merciful, ib.59. II spare persons and things in using them, use sparingly, ἵππων φειδόμενος, i. e. taking care of them, Il.5.202; πίθου μεσσόθι φ. Hes.Op.369; φ. ὃν εἶχε βίον (βίον by attraction to the relat.) Thgn.908; ἰδίᾳ μὲν τῶν <ὄντων> φείδομαι δημοσίᾳ δὲ λῃτουργῶν ἥδομαι Lys.21.16; φείδεσθε τοὐλαίου σφόδρα Pl. Com.190: in this sense, most freq. with a negat., οὐ φ. not to spare, i. e. to use or give freely, οὐδέ νυ τοῦ περ [δέπαος] φείσατο Il.24.236; μὴ φείδεο σίτου Hes.Op.604; θνῄσκωμεν ψυχέων μηκέτι φειδόμενοι Tyrt.10.14; τᾶς ζωᾶς Id.15.5; σφετέρας οὐ φείσατο νευρᾶς Pi.I.6(5).33; φείδεο τῶν νεῶν, μηδὲ ναυμαχίην ποιέο Hdt.8.68. ά; τούτων φ. μηδενός Id.9.41, cf. 39; φείδοντο κέντρων οὐδέν S.El.716; οὐδὲν φ. αὐτῶν οὔτ' ἐν πόνοις κτλ. X.Cyr.4.2.1, cf. 7.1.29; οὔτε τοῦ σώματος οὔτε τῶν ὄντων And.2.11; οὐδενὸς ἂν ἐφείσατο τῶν ἑαυτοῦ Lys.19.24; οὔθ' ἱερῶν κτεάνων οὔτε τι δημοσίων φ. Sol.4.13; μήτε χρημάτων μήτε πόνων Pl.Phd.78a: later also c. acc., τῶν συμμάχων and τὰ τῶν συμμάχων both in D.C.50.20. 2 abs., to be sparing, live thriftily, φείδεσθαι μὲν ἄμεινον Thgn.931; τοὺς φειδομένους καὶ τοὺς ἀκριβῶς διαιτῶντας And.4.32; οἱ γεωργοῦντες καὶ φ. D.24.172, cf. Antipho Soph.53; freq. in part. φειδόμενος, η, ον, thrifty, Ar.Pl.247,553 (anap.), etc.; ὄμμασι φειδομένοις with shrinking, shy eyes, AP12.21 (Strat.), cf. 5.215 (Agath.), 268 (Id.); αἱ μὴ φ. (sc. μέλισσαι) the unthrifty ones, Arist.HA627a20: also ἔπαινοι πάνυ πεφεισμένοι Luc.Hist.Conscr.59; πεφιδημένα δάκτυλα Nonn.D.12.392; cf. πεφεισμένως, φειδομένως. III have consideration for, τῆς τοῦ λόγου συμμετρίας Plu.2.114b: with neg., pay no heed to, οὔτ' ἀνθρώπων φείδεται οὔτε θεῶν AP5.278 (Paul.Sil.), cf. 7.706 (Diog.). IV draw back from, refrain from, θαλάσσας Alc.Supp.4.13 (prob.); κελεύθου Pi.N.9.20; κινδύνου X.Cyr.5.5.18; τᾶς θήρας BionFr.10.12; τοῦ λέγειν, τοῦ ἀκολουθεῖν, X.Cyr.1.6.19 (v.l.), HG7.1.24; φείδου μηδὲν ὧνπερ ἐννοεῖς S.Aj.115, cf. E.Med.401, etc.; οὐδενὸς φεισάμενος οὔτε τῶν πρὸς τοὺς θεοὺς οὔτε τῶν πρὸς τοὺς πολίτας δικαίων SIG708.36 (Istropolis, ii B.C.): (abs., μὴ φείδεσθε E.Tr.1285; φείδου μηδέν Id.Hec.1044; μὴ φείδου, εἴ τι ἔχεις διδάσκειν X.Cyr.1.6.35): c. inf., spare to do, forbear from doing, dub. in E.Or.393 (fort. abs., post φείδου δ' distinguendum); also φ. μή τι δρᾶσαι τῶν τυραννικῶν Pl.R.574b; τί φειδόμεσθα τῶν λίθων . . μὴ οὐ καταξαίνειν τὸν ἄνδρα; Ar.Ach.319 (troch.). V in LXX, with Preps., φ. ἐπί τινι have mercy upon... Je. 15.5, 21.7; ἐπί τινα Id.28(51).3; φ. περί τινος to keep one's hands off... 2 Ki.12.6 (but φ. περὶ κακώσεως spare to hurt, ib.Si.13.12); φ. ὑπὲρ τῆς κολοκύνθης Jn.4.10; ἀπό τινος 1 Ki.15.3, Ez. 24.21; φ. τι ἀπό τινος keep it off, Jb.30.10; φ. τῆς ψυχῆς ἀπὸ θανάτου ib.33.18, cf. Ps.18(19).14; φειδεύμενοι (from contr. φειδέομαι) is cj. for φιλεύμεναι in Eus.Mynd.17.
German (Pape)
[Seite 1260] fut. φείσομαι, später auch φειδήσομαι, ep. πεφιδήσομαι, aor. ep. πεφιδόμην, πεφιδέσθαι, πεφιδοίμην, aber Il. 24, 236 auch aor. I. φείσατο, – schonen, verschonen; mit dem gen., ἵππων, λαῶν, u. vgl., Il. 5, 202. 15, 215. 21, 101. 24, 158 Od. 9, 277. 22, 54; οὐ φείσατο χερσὶν νευρᾶς Pind. I. 5, 33; κελεύθου N. 9, 20; ἐφείσατό τινος Aesch. Spt. 394; μὴ φείσῃ βίου Soph. Phil. 739, u. öfter, wie Eur. u. Ar.; φείδεο τῶν νεῶν, μηδὲ ναυμαχίην ποιέο Her. 8, 68, 1; – bes. vom Vermögen, sparen, sparsam sein; spärlich, selten reichen; Il. 24, 236; σίτου Hes. O. 606, vgl. 371; οἱ γεωργοῦντες καὶ φειδόμενοι Dem. 24, 172; vgl. noch φειδομένῳ βλέμματι ἰδεῖν Agath. 4 (V, 210); φειδομένοις ὄμμασι νεύειν Strat. 16 (XII, 71); φειδομένῳ χείλει φιλεῖν Agath. 11 (V, 269); φειδομένῃ ὁρμῇ Ep. ad. 301 (Plan. 140). – Dah. sich enthalten, vermeiden, sich entziehen, τοῦ κινδύνου, τοῦ λέγειν, Xen. Cyr. 4, 6,19. 5, 5,18; – auch c. inf., ablassen, unterlassen, Eur. Or. 393; ἆρ' εὐλαβηθείη ἂν καὶ φείσαιτο μή τι δρᾶσαι τῶν τυραννικῶν Plat. Rep. IX, 574 b; μὴ φείδου διδάσκειν Xen. Cyr. 1, 6,35; u. öfter in der Anth., φείδεο κόπτειν, αἰτῆσαι, Zonas 5 Philodem. 10 (IX, 312. V, 121); αἱμάξαι Strat. 63 (XII, 221).