δορυθαρσής
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → For extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable.
English (LSJ)
δορυθαρσές, δορίτολμος (bold in war, bold with the spear, daring in war), Epigr.Gr.1035.18 (Pergam.), APl.4.170 (Hermodor.):—also δορυθρασής, ές, Nonn. D. 17.100, 21.164, al.
German (Pape)
[Seite 659] ές, speerkühn, mutig; Παλλάς Hermod. ep. (Plan. 170).
Spanish
Greek (Liddell-Scott)
δορῠθαρσής: -ές, = δορίτολμος, Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 1035. 18, Ἀνθ. Πλαν. 170· δορυθρᾰσής, Νόνν. Δ. 21. 162.
Greek Monolingual
δορυθαρσής και δορυθρασύς, -εῖα, -ές (Α)
ο δορίτολμος.
Greek Monotonic
δορῠθαρσής: -ές (θάρσος), = δορίτολμος, σε Ανθ.