διατελευτάω
From LSJ
Menander, Monostichoi, 483
English (LSJ)
bring to fulfilment, θεὸς διὰ πάντα τ. Il.19.90.
Spanish (DGE)
llevar a término, cumplir θεὸς διὰ πάντα τελευτᾷ Il.19.90 (tm.).
German (Pape)
[Seite 606] (ganz) vollenden, Il. 19, 90, in tmesi.
French (Bailly abrégé)
διατελευτῶ :
achever complètement.
Étymologie: διά, τελευτάω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-τελευτάω in vervulling doen gaan, in tmes.:. θεὸς διὰ πάντα τελευτᾷ de godheid doet alles in vervulling gaan Il. 19.90.
Russian (Dvoretsky)
διατελευτάω: in tmesi совершать Hom.
Greek Monolingual
διατελευτῶ (διατελευτάω) (Α) εκπληρώνω, τελειώνω.
Greek Monotonic
διατελευτάω: μέλ. -ήσω, εκπληρώνω, οδηγώ προς ολοκλήρωση, σε Ομήρ. Ιλ.
Greek (Liddell-Scott)
διατελευτάω: ἐκπληρῶ, φέρω εἰς πέρας, Ἰλ. Τ. 90, ἐν τμήσει.
Middle Liddell
fut. ήσω
to bring to fulfilment, Il.