δαμετζάνα
From LSJ
ὑπόσχεσιν τὸ πρᾶγμα γενναίαν ἔχει → the affair holds a noble promise
Greek Monolingual
και νταμιτζάνα, η
δοχείο υγρών, γυάλινο, στενόλαιμο με προστατευτικό καλαθόπλεγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (βεν.) damegiana ή < γαλλ. dame -jeanne < dame «κυρία» + Jeanne «Ιωάννα». Η απόδοση με δ- (:δαμετζάνα) οφείλεται σε υπερδιόρθωση (ή «υπεραστισμό», huperurbanismus), δηλ. εσφαλμένη διόρθωση της φωνητικής αποδόσεως (πρβλ. βόμβα - μπόμπα, μοδέλο - μοντέλο). Πιθ. το σχήμα του δοχείου επηρέασε και την ονομασία του (πρβλ. ιταλ. damigiana, αγγλ. demijohn)].