δαμετζάνα

From LSJ
Revision as of 15:07, 9 September 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὑπόσχεσιν τὸ πρᾶγμα γενναίαν ἔχει → the affair holds a noble promise

Source

Greek Monolingual

και νταμιτζάνα, η
δοχείο υγρών, γυάλινο, στενόλαιμο με προστατευτικό καλαθόπλεγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (βεν.) damegiana ή < γαλλ. dame -jeanne < dame «κυρία» + Jeanne «Ιωάννα». Η απόδοση με δ- (:δαμετζάνα) οφείλεται σε υπερδιόρθωση (ή «υπεραστισμό», huperurbanismus), δηλ. εσφαλμένη διόρθωση της φωνητικής αποδόσεως (πρβλ. βόμβα - μπόμπα, μοδέλο - μοντέλο). Πιθ. το σχήμα του δοχείου επηρέασε και την ονομασία του (πρβλ. ιταλ. damigiana, αγγλ. demijohn)].