συγχαλάω
From LSJ
English (LSJ)
relax with or relax at the same time, Archyt.1.
German (Pape)
[Seite 971] (s. χαλάω), mit oder zugleich abspannen, nachlassen, Archyt.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγ-χαλάω tegelijkertijd ontspannen, tegelijk loslaten.
Greek (Liddell-Scott)
συγχᾰλάω: χαλαρώνω μετά τινος ἢ συγχρόνως, Ἀρχύτ. ἐν Στεφ. Ἐκλογ. σ. 81· παθητ., σ. τῷ ἦρι Κλήμ. Ἀλ. 221.