δύσνοος

From LSJ
Revision as of 19:10, 24 September 2024 by Spiros (talk | contribs)

Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt

Menander, Monostichoi, 366
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δύσνοος Medium diacritics: δύσνοος Low diacritics: δύσνοος Capitals: ΔΥΣΝΟΟΣ
Transliteration A: dýsnoos Transliteration B: dysnoos Transliteration C: dysnoos Beta Code: du/snoos

English (LSJ)

δύσνοον, contr. δύσνους, δύσνουν, ill-affected, disaffected, τινί S.Ant.212; τῇ πόλει Th.2.60; πρὸς τὰ πράγματα X.HG2.1.2: abs., E.IT350, Plu.2.176b. Adv. δυσνόως Poll.2.230.

Spanish (DGE)

δύσνοον
• Alolema(s): contr. δύσνους, δύσνουν
I 1que tiene animadversión c. dat. τῇδε ... πόλει S.Ant.212, cf. Th.2.60, ἀνθρώποις Pl.Tht.151d, cf. Phdr.258c, τοῖς ἡμετέροις πράγμασι I.AI 11.217, c. giro prep. πρὸς τὰ πράγματα X.HG 2.1.2
hostil, enemigo δύσνουν με λήψεσθε E.IT 350, οὔτε ἄπιστοι οὔτε δύσνοι οἱ ἀκουσόμενοι Pl.R.450d, οὐδέν τι δύσνουν ... ἐμφήνας Babr.98.3, cf. Plu.2.176b, Luc.Herm.51
neutr. subst. τὸ δύσνουν = malevolencia Philostr.VA 5.36.
2 estúpido δ. καὶ ἰδιώτης καὶ δύσμορφος Isid.Pel.M.78.249D.
II adv. δυσνόως = con mala voluntad o disposición δ. ἔχειν ... πρὸς Ἀθηναίους Did.in D.14.53, cf. Poll.2.230.

German (Pape)

[Seite 684] zsgzgn δύσνους, übel gesinnt, abgeneigt; τινί, Soph. Ant. 212; Eur. I. T. 350; in Prosa, Thuc. 2, 60 u. Folgde.

French (Bailly abrégé)

οος, οον;
malveillant, hostile.
Étymologie: δυσ-, νόος.

Russian (Dvoretsky)

δύσνοος: стяж. δύσνους 2 неприязненный, враждебный (Eur.; τινι Soph., Thuc., Plat., Plut. и πρός τι Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

δύσνοος: -ον, συνῃρ. -νους, ουν, ἐχθρικῶς διακείμενος πρός τινα, δυσμενής, τινι Σοφ. Ἀντ. 212, Εὐρ. Ι. Τ. 350, Θουκ. 2. 60· πρός τι Ξεν. Ἑλλ. 2, 12· ― πληθ. ὀνομ. δύσνοι Ξεν. αὐτόθι, Πλάτ. Πολ. 450D· ἀντίθ. εὔνους. ― Ἐπίρρ. δύσνως, Πολυδ. Β’, 230.

Greek Monotonic

δύσνοος: -ον, συνηρ. -νους, -ουν, εχθρικά διακείμενος, δυσμενής, θυμωμένος, εχθρικός, τινι, σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.