σαπούνιν

From LSJ
Revision as of 11:01, 9 October 2024 by Spiros (talk | contribs) (1 revision imported)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott

Menander, Monostichoi, 490

Greek Monolingual

σαπούνι, το / σαπούνιον και σαπούνιν, ΝΜ
στερεό μίγμα από λιπαρές ουσίες και ποτάσα που διαλύεται στο νερό και χρησιμοποιείται για λούσιμο, πλύσιμο και καθαρισμό, σάπωνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σαπώνιον, υποκορ. του αρχ. σάπων με τροπή του -ω- σε -ου (πρβλ. πουλάρι: πῶλος). Κατ' άλλη άποψη < ιταλ. sapone].