περικράνιος
English (LSJ)
[ᾱ], ον,
A round the skull, πῖλος π. skull-cap, of the apex of the Roman flamines, Plu.Num.7 (pl.); ἡπ. χιτών or ὑμήν the membrane under the skin of the skull, Ruf.Onom.129, Antyll. ap. Orib.44.8.1, Gal.UP8.9.
II περικράνιον, τό, = cernicale, Glossaria.
German (Pape)
[Seite 581] um den Hirnschädel, πῖλοι, Plut. Num. 7.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qui enveloppe le crâne.
Étymologie: περί, κρανίον.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περικράνιος -ον [περί, κρανίον] rondom de schedel:. πῖλος περικράνιος priestermuts (Lat. apex) Plut. Num. 7.10.
Russian (Dvoretsky)
περικράνιος: (ᾱ) окружающий череп, т. е. надеваемый на голову (πῖλοι Plut.).
Greek Monolingual
-α -ο / περικράνιος, -ον, ΝΑ
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το περικράνιο
το περιόστεο που καλύπτει την εξωτερική επιφάνεια του κρανίου
αρχ.
1. αυτός που βρίσκεται γύρω από το κεφάλι
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ περικράνιον
το μαξιλάρι, το προσκεφάλι
3. φρ. «πῖλος περικράνιος» α) κάλυμμα του κεφαλιού, καπέλο
β) σκούφος ιερέων στη Ρώμη
4. φρ. ή «περικράνιος χιτών» ή «περικράνιος υμήν» — ο υμένας που βρίσκεται κάτω από το δέρμα του κρανίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + κρανίον. Η λ. ως επιστημον. όρος είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. pericranium].
Greek Monotonic
περικράνιος: [ᾱ], -ον, αυτός που βρίσκεται γύρω από το κρανίο, πῖλος περικράνιος, σκούφος, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
περικράνιος: [ᾱ], -ον, ὁ περὶ τὸ κρανίον, πῖλος π., κάλυμμα τοῦ κρανίου, τῆς κεφαλῆς, Πλουτ. Νουμ. 7· ὁ π. χιτὼν ἢ ὑμήν, ὁ ὑπὸ τῷ δέρματι τοῦ κρανίου, Ροῦφ. Ἐφέσ. σ. 34, Γαλην. τ. 2. σ. 237, 372, κτλ.
Middle Liddell
περι-κρά¯νιος, ον,
round the skull, πῖλος π. a skull cap, Plut.