ἀετώδης
αὐτίκα καὶ φυτὰ δῆλα ἃ μέλλει κάρπιμ' ἔσεσθαι → fruitful plants show it straightaway
English (LSJ)
[ᾱ], ἀετῶδες, eagle-like, ἀθληταί Philostr.Gym.37, cf.Ael.NA 4.27; ἀετῶδες βλέπειν = see as clearly as an eagle, Luc.Icar.14.
Spanish (DGE)
ἀετῶδες
• Alolema(s): ἀετοειδής Origenes Cels.6.30
semejante a un águila ἀθληταί Philostr.Gym.37, στόμα Ael.NA 4.27, cf. Origenes l.c.
•neutr. como adv. ἀετῶδες βλέπειν = tener vista de águila Luc.Icar.14
•fig. del que se remonta en la contemplación, Gr.Nyss.Pss.52.13.
German (Pape)
[Seite 43] ες, adlerartig, βλέπειν, Luc. Icarom. 14.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
de la nature de l'aigle ; ἀετῶδες βλέπειν LUC avoir un regard d'aigle.
Étymologie: ἀετός, -ωδης.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἀετώδης -ες ἀετός lijkend op een adelaar, adelaarachtig, alleen adv. acc. neutr. sing. in. ἀετῶδες βλέπειν = de blik van een adelaar hebben, de scherpe blik van een adelaar hebben Luc. 24.14.
Russian (Dvoretsky)
ἀετώδης: похожий на орла: ἀετῶδες βλέπειν Luc. глядеть по-орлиному.
Greek (Liddell-Scott)
ἀετώδης: [ᾱ], ες, (εἶδος) = «ὅμοιος ἀετῷ, Λουκ. Ἰκαρομ. 14.
Greek Monotonic
ἀετώδης: [ᾱ], -ες, (εἶδος), όμοιος με αετό, σε Λουκ.