Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μοιρολογώ

From LSJ
Revision as of 06:56, 16 October 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

L'amor che move il sole e l'altre stelleLove that moves the sun and the other stars

Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145

Greek Monolingual

και μυρολογώ μυρολογέω και μυρολογάω (ΑΜ μοιρολογῶ, μοιρολογέω)
(νεοελλ.-μνσ.)
1. θρηνώ νεκρό με μοιρολόγια
2. εκφράζω τη λύπη μου για θλιβερό γεγονός με θρήνο
αρχ.
λέγω σε κάποιον τη μοίρα του, προλέγω σε κάποιον τα μέλλοντα να του συμβούν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοιρολόγος (< μοῖρα + -λόγος < λέγω). Κατ' άλλους, ο τ. μοιρολογώ προήλθε από το ρ. μυρολογώ με αρχική σημ. «αλείφω με μύρα νεκρό», κατ' επίδραση της λ. μοίρα].