ἐνδέω

From LSJ
Revision as of 19:20, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_2)

ὡς οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → since unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνδέω Medium diacritics: ἐνδέω Low diacritics: ενδέω Capitals: ΕΝΔΕΩ
Transliteration A: endéō Transliteration B: endeō Transliteration C: endeo Beta Code: e)nde/w

English (LSJ)

(A), fut. -δήσω (v. infr.),

   A bind in, on or to, τι ἔν τινι Od.5.260; εἰς σῶμα Pl.Ti.43a, cf. Dsc.3.83; more freq. τί τινι Ar.Ach. 929, etc.; ὅσα κατέρρωγεν τοῦ τείχους ἐνδήσει θράνοις IG22.463:— Med., ἐνεδήσατο δεσμῷ bound them fast, Theoc.24.27; ὥσπερ κέραμον ἐνδησάμενος having packed it up, Ar.Ach.905; πλίνθους εἰς ἄσφαλτον ἐνδησαμένη D.S.2.7:—Pass., ἱρὰ ἐνδεδεμένα ἐν καλάμῃ Hdt.4.33; ἐνδεθῆναι εἰς σῶμα, ἐν τῷ σώματι, Pl.Phd.81e,92a; ἄστρα ἐνδεδεμένα τοῖς κύκλοις fixed stars, Arist.Cael.289b33; also οὐρανὸς [ἀστράσιν] ἐνδέδεται AP9.25 (Leon.); Αἰγαῖον ὕδωρ Κυκλάδας ἐνδέδεται App.Anth.3.82.6 (Archim.).    II metaph., Ζεύς με . . ἄτῃ ἐνέδησε βαρείῃ entangled me in it, Il.2.111, cf. S.OC526 (lyr.); ἀναγκαίῃ ἐνδέειν τινά Hdt.1.11:—Pass., ἐνδεδέσθαι ὁρκίοισι Id.3.19; ἀναγκαίῃ Id.9.16; ἐνδεδεμένος εἰς τὴν πίστιν τῆς συγκλήτου Plb.6.17.8; τῇ Χάριτι Id.20. 11.10; ἐ. κατὰ τὰς οὐσίας, i.e. in debt, Id.13.1.3; ἐνδεδέσθαι τὴν ἀρχήν to have the government secured, Id.9.23.2:—Med., bind to oneself, ὅρκοις τὸν πόσιν E.Med.162; τινὰ εἰς τὴν τῶν Ῥωμαίων Φιλίαν Plb. 10.34.1.    III Pass., to be possessed by an evil spirit, J.AJ8.2.5.
ἐνδέω (B), fut.

   A -δεήσω Hdt.7.18, etc.:—fall short, c. inf., τίνος ἐνδέομεν μὴ οὐ Χωρεῖν; what do we lack of going? E.Tr.797, cf. IA41 (anap.); ὅσου ἐνδέουσιν . . τὰ αὐτὰ ἔχειν how much they fall short of being indentical, Pl.Cra.432d; ἕως γ' ἂν μηδὲν ἐνδέῃ τοῦ ποιμενικὴ εἶναι Id.R.345d, cf. 529d, Phd.74d:—also in Med., to be in want of, lack, δριμύτητος ἐνδεῖται Id.Plt.311a, cf. X.Cyr.2.2.26, etc.:—so in aor. Pass., στρωμάτων ἐνδεηθέντες ib.6.2.30.    2 to be wanting or lacking, ποίεε . . ὅκως τῶν σῶν ἐνδεήσει μηδέν that nothing may be wanting on your part, Hdt.l.c.; ὁ σταθμὸς ἐνδεῖ App.Mith.47: c. dat., ἐνδεῖ τι τῷ ἔργῳ Luc.Tyr.10; οὐδὲν ὑμῖν ἐνδεήσει Hdn.2.5.8; ἐ. ταῖς παραγγελίαις to be deficient for... App.BC1.21; ἐς βάθος τῷ ἀριθμῷ ἐνδέον Arr.Tact.16.12; τὸ ἐνδέον the deficiency, POxy.1117.8 (ii A. D.).    3 impers., ἐνδεῖ there is need or want, c. gen. rei, τοῦ ἴσου ἡμῖν ἐνδεῖ πρὸς τὸ εἰδέναι Pl.Euthd.292e; πολλῶν ἐνέδει αὐτῷ ὥστε .. he had need of, was wanting in much, X.An.7.1.41; ἅπαντος ἐνδεῖ τοῦ πόρου there is a deficiency of all revenue, D.1.19; ἐνδεῖ κωπῶν IG 2.789a6.

German (Pape)

[Seite 833] (s. δέω, δεῖ), dürftig, mangelhaft sein, er mangeln; ὅσον ἐνδέουσιν αἱ εἰκόνες ταὐτὰ ἔχει; ἐκείνοις, ὧν εἰκόνες εἰσίν, wie viel fehlt ihnen daß sie, Plat. Crat. 432 d; τὴν μουσικὴν ἔφαμει ἐνδεῖν καθαρότητος Phil. 62 c. Ggstz περιεῖναι Rep. III, 416 e; τίνος ἐνδέομεν μὴ οὐ χωρεῖ; Eur. Tr. 792, was fehlt uns noch? ἐνδεῖν τι τῷ ἔργῳ φησί Luc. Tyrann. 10; auch impers., es fehl Einem an Etwas, τινί τινος, z. B. τοῦ ἴσου ἡμῖ; ἐνδεῖ Plat. Euthyd. 292 e; πολλῶν ἐνέδει αὐτῷ Xen. An. 7, 1, 41; Folgde. Stärker als προσδεῖ Dem. 1, 19; τί ὑμῖν ὑπάρχει ἢ τίνος ἐνδεῖ Xen. Cyr. 4, 3, 8. – Med., entbehren, Mange leiden; δριμύτητος Plat. Polit. 311 a; στρωμά των ἐνδεηθέντες Xen. Cyr. 6, 2, 30; die Folgdn absol., Plut. Arist. 25; auch von Sachen, οἶκος ἐν δεόμενος οἰκετῶν Xen. Cyr. 2, 2, 26. (s. δέω), ein-, anbinden, festbinden, woran Od. 5, 260; übertr., Ζεὺς ἐνέδησέ με ἄτῃ, Z. fesselte mich an das Unheil, daß ich nicht wieder davon loskommen konnte, Il. 2, 111. 9, 18, wie Soph. O. C. 530; ähnl. ἀναγκαίῃ ἐνδεῖν Her. 1, 11; pass. 9, 16; auch ὁρκίοις ἐνδεδέσθαι, 3, 19; bei Eur auch im med., ὅρκοις ἐνδησαμένα πόσιν Med 162, an sich fesseln; μοχλοῖσιν ἐνδήσαντες Ar. Vesp. 113; τὸν τοῦ Κύρου δασμὸν εἰς τὸν νόμον Plat. Legg. III, 695 d; ψυχῆς περιόδους ἐς σῶμα Tim. 43 a, vgl. Phaed. 81 e; ἐν τῷ σώματι ἐνδεθῆναι 92 a; Folgde; ἐνδεδεμένος τῇ χάριτί τινος, Jemand zu Dank verpflichtet, Pol. 20, 11, 10; εἰς τὴν πίστιν 6, 17, 8; εἰς πολλὰ συναλλάγματα, verschuldet, 13, 1, 3. Auch ἐνδέδεμαι μανίαις, Ep. ad. 10 (XII, 88), von rasender Liebe – ἐνδεδεμένοι ἀστέρες, Fixsterne, Arist. coel. 28. – Im med., Eur. u. A.; συκοφάντην ἔξαγε ὥσπερ κέραμον ἐνδησάμενος Ar. Ach. 905; δε σμῷ Theocr. 24, 27; Sp.; ἃς (νήσους) ἐνδέδετα Αἰγαῖον ὕδωρ Archimel. 1 (App. 15); πλίνθους εἰς ἄσφαλτον D. Sic. 2, 7.