ὀνοκλεία
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
English (LSJ)
(v.l. ὀνόκλεια), ἡ, = ἄγχουσα, Dsc. 4.23.
Greek Monolingual
ὀνοκλεία και, δ. ανάγνωση, ὀνόκλεια, ἡ (Α)
το φυτό άγχουσα, κν. βοϊδόγλωσσα.
Translations
alkanet
French: orcanette des teinturiers; German: Schminkwurz; French: anchuse, orcanette, orcanette des teinturiers, orcanette tinctoriale, alcanette, buglosse tinctorial; άγχουσα; Greek: άγχουσα; Ancient Greek: ἀρχέβιον, ἀρχιβδέλλιον, ἄγχουσα, ἔγχουσα, κατάγχουσα, λακχά, ὀνοκλεία, ὀνόκλεια; Korean: 알칸나; Latin: anchusa, Anchusa tinctoria; Polish: alkanna barwierska; Portuguese: alcana; Russian: алканна, алканна красильная