διαπεύθομαι
From LSJ
τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud
English (LSJ)
poet. for διαπυνθάνομαι, A.Ag.807 (anap.).
Spanish (DGE)
investigar abs. γνώσῃ δὲ χρόνῳ διαπευθόμενος A.A.807.
German (Pape)
[Seite 595] = διαπυνθάνομαι, Aesch. Ag. 808.
French (Bailly abrégé)
seul. part. prés;
poét. c. διαπυνθάνομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-πεύθομαι, poët. voor διαπυνθάνομαι, erachter komen, horen: met acc.: τὸν... οἰκουροῦντα wie... bestuurt Aeschl. Ag. 807.
Russian (Dvoretsky)
διαπεύθομαι: Aesch. = διαπυνθάνομαι.
Greek (Liddell-Scott)
διαπεύθομαι: ποιητικ. ἀντὶ τοῦ διαπυνθάνομαι, Αἰσχύλ. Ἀγ. 807.
Greek Monolingual
βλ. διαπυνθάνομαι.
Greek Monotonic
διαπεύθομαι: ποιητ. αντί διαπυνθάνομαι, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
poet. for διαπυνθάνομαι Aesch.]