πράσιον
βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμις → Aristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise
English (LSJ)
[ᾰ], τό,
A horehound, Marrubium vulgare, Hp.Steril.224, Thphr. HP 6.2.5, Dsc.3.105; also Marrubium peregrinum, Thphr. l.c., Nic.Th.550.
2 = τραγορίγανος λεπτόφυλλος, Dsc.3.30.
3 = βαλλωτή, Ps.-Dsc.3.103.
II a seaweed, Arist.HA591a16.
German (Pape)
[Seite 694] τό, eine Pflanze, marrubium, Theophr., Diosc., Plin.
Greek (Liddell-Scott)
πράσιον: τό, βοτάνη τις, ἴσως τραγορίγανον, Λατ. marrubium, Ἱππ. 681. 3, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 2, 5, Διοσκ. 3. 119. ΙΙ. ὑδρόβιόν τι φυτόν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 2, 24.
Russian (Dvoretsky)
πράσιον: (ᾰ) τό прасий (предполож. водоросль Caulerpa prolifera) Arst.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πράσιον -ου, τό [~ πράσον] malrove (geneeskrachtige plant, verwant aan munt).