cholerisch
From LSJ
Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat
German > Latin
cholerisch, fervidus (hitzig, z. B. Temperament, ingenium). – vehemens (heftig). – iracundus (jähzornig).
Dutch > Greek
ἀκράχολος, ἀκρόχολος, βαρύθυμος, βριμώδης, δύσμηνις, δύσοργος, ἐγκρασίχολος, ὀξυθυμίας, ὀξύθυμος, ὀξυκάρδιος, ὀξύρροπος, ὀξύς, ὀξύχολος, ὀργὴν ἄκρος, πλήκτης, ταχύμηνις, φιλόδηρις, χαλεπός, χολοδεκτικός