ἀμφιζάνω
χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος → in time this expedition will capture the city of Priam
English (LSJ)
sit on, c. dat., χιτῶνι ἀμφίζανε τέφρη ashes settled upon the tunic, Il.18.25.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [-ᾰ-]
depositarse sobre, esparcirse por χιτῶνι ... ἀμφίζανε τέφρη Il.18.25.
German (Pape)
[Seite 139] um, auf etwas sitzen, χιτῶνι ἀμφιζανε τέφρη, Asche haftete rings am Kleid, Il. 18, 25.
French (Bailly abrégé)
impf. 3ᵉ sg. ἀμφίζανε;
s'attacher à, τινι.
Étymologie: ἀμφί, ἱζάνω.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφιζάνω: садиться кругом, оседать: χιτῶνι ἀμφίζανε τέφρη Hom. пепел покрыл платье.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφιζάνω: κάθημαι ἐπί τι, μετὰ δοτ., χιτῶνι ἀμφίζανε τέφρη, ἡ τέφρα ἐκάθισεν ἐπὶ τοῦ χιτῶνος, Ἰλ. Σ. 25.
English (Autenrieth)
settle upon, only ipf., Il. 18.25†.
Greek Monolingual
ἀμφιζάνω (Α)
επικάθημαι, απλώνομαι επάνω σε κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι)- + ἱζάνω < θ. ἱζ-, ἵζω + ριζική επαύξηση -αν- + -ω].
Greek Monotonic
ἀμφιζάνω: κάθομαι, εγκαθίσταμαι, με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ.