ἀδολεσχέω
English (LSJ)
[ᾱ],
A talk idly, prate, Eup.353, Pl.Phd. 70c, X.Oec. 11.3, etc.; ἱκανῶς ἡμῖν ἠδολεσχήσθω ἐπὶ τοῦ πάροντος Epicur.Nat. 28.13.
II generally, talk, LXX Ps.68(69).12.
III meditate, ib. Ge.24.63, Ps.118(119).15, al.
Spanish (DGE)
1 hablar por pasar el rato, charlar peyor. de los filósofos o sofistas, Eup.388, Alex.185, Pl.Phd.70c, Erx.392d, Amat.132b, X.Oec.11.3, D.6.32, 50.2, Arist.SE 165b15, Epicur.Nat.28.13.13.1, 9
•murmurar κατ' ἐμοῦ LXX Ps.68.13.
2 meditar consigo mismo, recapacitar abs., LXX Ps.76.7, ἐν ταῖς ἐντολαῖς σου LXX Ps.118.15, ἐξῆλθεν Ισαακ ἀδολεσχῆσαι εἰς τὸ πεδίον LXX Ge.24.63.
3 entretenerse, ocuparse, aplicarse ἄρχεται ὁ νοῦς ... ἀδολεσχεῖν εἰς τὸν πλησίον Dor.Ab.Doct.69, cf. 126.
German (Pape)
[Seite 36] schwatzen, ungehöriges Zeug reden, Plat. Phaed. 70 c; την ἄλλως ἀδ. Dem. 6, 32; neben φλυαρῶ Luc. Ver. hist. 2, 27. Von
French (Bailly abrégé)
Russian (Dvoretsky)
ἀδολεσχέω: (ᾱ) болтать, пустословить Xen., Plat., Dem., Luc.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδολεσχέω: [ᾱ] μέλλ. -ήσω, = ἀργολογῶ, ληρῶ, φλυαρῶ, Εὔπολ. Ἄδηλ. 11, Πλάτ. Φαίδων 70C, Ξεν. Οἰκ. 11, 3, κτλ. ― Ρηματ. ἐπίθ. -ητέον, Κλήμ. Ἀλ. 203.
Greek Monotonic
ἀδολεσχέω: [ᾱ], μέλ. -ήσω, ματαιολογώ, φλυαρώ, σε Πλάτ., Ξεν.
Middle Liddell
Translations
prattle
Arabic: بَقَّ; Asturian: esbabayar; Bulgarian: бърборя; Czech: plkat; Danish: plapre, pludre; Dutch: ratelen; English: babble, bat the breeze, blab, blabber, blather, chatter, chew the fat, chew the rag, chinwag, chit-chat, chunner, clack, claver, clepe, drivel, gabble, gibber, go on, jabber, maunder, natter, palaver, piffle, prate, prattle, rabbit, rabbit on, ramble, shoot the breeze, shoot the bull, shoot the shit, smatter, tattle, twaddle, waffle, wibble, witter, yabber, yack, yap, yatter; Finnish: pälättää; French: bavarder; Galician: laretar, esbardallar, barballar, barallar; Georgian: ტიტინი, ტიკტიკი, ყბედობა, ლაქლაქი; German: schwatzen; Greek: δε βάζω γλώσσα μέσα, δε βάζω γλώσσα μέσα μου, δεν βάζω γλώσσα μέσα, δεν βάζω γλώσσα μέσα μου, δεν βάζω γλώσσα στο στόμα μου, δεν κλείνω καθόλου το στόμα μου, δεν παύει το στόμα μου, δεν το βουλώνω, είμαι γλωσσοκοπάνα, ζαλίζω, ζαλίζω από την πολύ πάρλα, ζαλίζω τον έρωτα, η γλώσσα μου πάει πολυβόλο, η γλώσσα μου πάει ροδάνι, η γλώσσα μου πάει ψαλίδι, μακρηγορώ, μακρολογώ, μιλάω ακατάπαυστα, μιλάω βαρετά, μιλώ ακατάπαυστα, πάει το στόμα μου ροδάνι, παίρνω μονότερμα, παίρνω τ' αυτιά, παίρνω τ' αφτιά, παίρνω τα αυτιά, παίρνω τα αφτιά, πεθαίνω στην πάρλα, πεθαίνω στο μπλα μπλα, πιάνω μονότερμα, πιπιλίζω το μυαλό, πολυλογώ, πρήζω, τρελαίνω στην πάρλα, τρώω τ' αυτιά, τρώω τ' αφτιά, τρώω τα αυτιά, τρώω τα αφτιά, τρώω το κεφάλι, φλυαρώ, φλυαρώ ακατάπαυστα, φλυαρώ ακατάσχετα; Ancient Greek: ἀδολεσχεῖν, ἀδολεσχέω, θρυλεῖν, θρυλέω, λαλεῖν, λαλέω, μακρηγορέω, μακρολογέω, μακύνω, μηκυνέω, μηκύνω λόγον, μηκύνω λόγους, πολυστομεῖν, πολυστομέω, στωμύλλεσθαι, στωμύλλω, φληναφᾶν, φληναφάω, φλυαρεῖν, φλυαρέω, φλύειν, φλύω; Hungarian: csacsog; Latin: garrio; Lithuanian: vapalioti; Macedonian: ломоти; Maori: pahupahu, hautete, hote, tarawhete; Polish: paplać, bajtlować, zbajtlować; Russian: лепетать, болтать, трепаться; Sanskrit: लपति; Spanish: parlotear, hablar por los codos, hablar como un perico, hablar como una cotorra, hablar como un loro, hablar hasta por los codos; Telugu: ప్రేలు; Vietnamese: bập bẹ, bi bô