παρεργάτης
English (LSJ)
[γᾰ], ου, ὁ, (πάρεργον) workman in addition, κομψός γ' ὁ κῆρυξ καὶ π. λόγων, i.e. argumentative too, E.Supp.426:—later παρεργ-είτης, ου, ὁ, assistant in a trade, POxy.1731.19 (iii A. D.).
German (Pape)
[Seite 518] ὁ, Einer der lauter Nebendinge treibt, π. λόγων, ein müssiger Schwätzer, Eur. Suppl. 442, u. in später Prosa.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
mauvais artisan, mauvais auxiliaire.
Étymologie: παρά, ἐργάζομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρεργάτης -ου, ὁ [πάρεργος] bewerker (in aanvulling op iets);. κομψός γε... καὶ π. λόγων subtiel en nog een praatjesmaker ook Eur. Suppl. 426.
Russian (Dvoretsky)
παρεργάτης: ου (γᾰ) ὁ любитель ненужных дел, бездельник: π. λόγων Eur. пустомеля.
Greek Monolingual
ὁ, Α
αυτός που εκτός από την κύρια ασχολία του έχει και άλλη επιπρόσθετη, αυτός που ασχολείται επιπροσθέτως με κάτι ως πάρεργο («κομψός γ' ὁ κήρυξ καὶ παρεργάτης λόγων», Ευρ.).
Greek Monotonic
παρεργάτης: -ου, ὁ, εργάτης για μικροδουλειές, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
παρεργάτης: -ου, ὁ, (πάρεργον) ὁ ἐργάτης παρέργων, μηδαμινῶν πραγμάτων, κομψός γ’ ὁ κῆρυξ καὶ π. λόγων Εὐρ. Ἱκ. 426.
Middle Liddell
παρ-εργάτης, ου, ὁ,
a pottering workman, Eur.