παρεργάτης

Revision as of 07:27, 15 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "E.''Supp.''" to "E.''Supp.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

[γᾰ], ου, ὁ, (πάρεργον) workman in addition, κομψός γ' ὁ κῆρυξ καὶ π. λόγων, i.e. argumentative too, E.Supp.426:—later παρεργ-είτης, ου, ὁ, assistant in a trade, POxy.1731.19 (iii A. D.).

German (Pape)

[Seite 518] ὁ, Einer der lauter Nebendinge treibt, π. λόγων, ein müssiger Schwätzer, Eur. Suppl. 442, u. in später Prosa.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
mauvais artisan, mauvais auxiliaire.
Étymologie: παρά, ἐργάζομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρεργάτης -ου, ὁ [πάρεργος] bewerker (in aanvulling op iets);. κομψός γε... καὶ π. λόγων subtiel en nog een praatjesmaker ook Eur. Suppl. 426.

Russian (Dvoretsky)

παρεργάτης: ου (γᾰ) ὁ любитель ненужных дел, бездельник: π. λόγων Eur. пустомеля.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που εκτός από την κύρια ασχολία του έχει και άλλη επιπρόσθετη, αυτός που ασχολείται επιπροσθέτως με κάτι ως πάρεργο («κομψός γ' ὁ κήρυξ καὶ παρεργάτης λόγων», Ευρ.).

Greek Monotonic

παρεργάτης: -ου, ὁ, εργάτης για μικροδουλειές, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

παρεργάτης: -ου, ὁ, (πάρεργον) ὁ ἐργάτης παρέργων, μηδαμινῶν πραγμάτων, κομψός γ’ ὁ κῆρυξ καὶ π. λόγων Εὐρ. Ἱκ. 426.

Middle Liddell

παρ-εργάτης, ου, ὁ,
a pottering workman, Eur.