ταὐτοσήμαντος
From LSJ
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
English (LSJ)
ταὐτοσήμαντον, Sch.E.Hec.16, Eust.101.37.
Greek Monolingual
-η, -ο / ταὐτοσήμαντος, -ον, ΝΜΑ
ταυτόσημος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταυτ(ο)- + -σήμαντος (< σημαίνω), πρβλ. πολυσήμαντος].
German (Pape)
= ταὐτόσημος, Gramm.