ὑδροφάντης
English (LSJ)
ὑδροφάντου, ὁ, water-finder, Olymp. in Mete.99.21:—hence ὑδροφαντική (sc. τέχνη), ἡ, the art of discovering water, Gp.2.6.1; also ὑδροφαντικά, τά, ibid.
German (Pape)
[Seite 1174] ὁ, der verborgenes Wasser entdeckt u. zum Brunnengraben anzeigt (?).
Greek Monolingual
ο / ὑδροφάντης, ΝΑ, και υδρυφάντης Ν
αυτός που ανακαλύπτει τις θέσεις υπόγειων υδάτων, υδροσκόπος
νεοελλ.
(μόνον ο τ. υδροφάντης) ζωολ. γένος μικρών ακάρεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)- + -φάντης (< φαίνω) πρβλ. ιεροφάντης.
Translations
dowser
Catalan: saurí, rabdomàntic, rabdomàntica, rabdomant; Finnish: kaivonkatsoja; French: rhabdomancien, rhabdomancienne, baguettisant, baguettisante, sourcier, sourcière, radiesthésiste; Galician: rabdomante; German: Rutengänger, Rutengängerin, Wünschelrutengänger, Wünschelrutengängerin, Wünschelrutengeher, Wünschelrutengeherin, Rhabdomant, Rhabdomantin; Greek: ραβδοσκόπος; Ancient Greek: ποταμίτης, ὑδρογνώμων, ὑδροφάντης; Ido: hidroskopo; Irish: aimsitheoir uisce, collóir; Italian: rabdomante; Latin: aquilex; Marathi: जलशोधक, पानाडी, पानाड्या; Polish: różdżkarz, różdżkarka, radiesteta, radiestetka; Portuguese: rabdomante, vedor; Spanish: zahorí, rabdomante