ἀγωνισμός
From LSJ
Βλάπτει τὸν ἄνδρα θυμὸς εἰς ὀργὴν πεσών → Nociva res est animus irae traditus → Es schadet, wenn des Mannes Sinn dem Zorn verfällt
English (LSJ)
ὁ, rivalry, Th.7.70.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
1 rivalidad πρὸς ἀλλήλους Th.7.70, ἦν ὁ ἀ. αὐτῶν πολύτροπος D.C.62.12.3.
2 fig. combate, lucha περιέμενον ἰδεῖν τὸν σὸν ἀγωνισμόν Ath.Al.V.Anton.10.3, cf. Anecd.Ludw.74.16.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
lutte.
Étymologie: ἀγωνίζομαι.
German (Pape)
ὁ, Wetteifer, πρὸς ἀλλήλους Thuc. 7.70; Sp.
Russian (Dvoretsky)
ἀγωνισμός: ὁ борьба, соперничество, соревнование (πρὸς ἀλλήλους Thuc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀγωνισμός: ὁ, ἡ ἅμιλλα, Θουκ. 7.70.
Greek Monotonic
ἀγωνισμός: ὁ (ἀγωνίζομαι), άμιλλα, ανταγωνισμός, σε Θουκ.
Middle Liddell
ἀγωνίζομαι
rivalry, Thuc.