ὅμιλος
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
English (LSJ)
Aeol. ὄμιλλος EM658.55 : ὁ : (ὁμός, ἴλη)
A any assembled crowd, throng of people, for a feast, Od.1.225 ; for a spectacle, Il.18.603,23.651, cf. Pi.P.9.123, al., A.Pers.123, al., E.Cyc.100, al., Hdt. (v. infr.) : rare in Att. Com. and Prose, as Cratin.323, Th.2.65, 4.112 ; esp. the mass of the people, the crowd, opp. the chiefs, προπάροιθεν ὁμίλου Il.3.22 ; ὅ. Δαναῶν, Τρώων, etc., 19.402,4.86, al. ; ἵππων καὶ ἀνδρῶν ὅ. 10.338 ; τὸν ψιλὸν ὅ. the crowd of irregulars, opp. ὁπλῖται, Th.4.125 ; mob, διδασκάλῳ χρείωνται ὁμίλῳ Heraclit.104 ; ὁ πολλὸς ὅ. Hdt.1.88, cf. 3.81 ; τυφλὸν δ' ἔχει ἦτορ ὅ. ἀνδρῶν ὁ πλεῖστος Pi.N.7.24 ; but also ὅ. πολλὸς μὲν Ἕλλην περιοικέει a large Hellenic population, Hdt.5.23. b of inanimate objects, [σῆμα] οὔ τι μεμιγμένον ἐστὶν ὁμίλῳ Od.8.196. 2 throng of battle, τὴν ἔξαγ' ὁμίλου Il.5.353, cf. 4.516, etc. ; πρώτῳ ἐν ὁ. in the forefront of battle, 17.471 : generally, tumult, confusion, βοῇ καὶ ὁμίλῳ Hdt.9.59 ; σοφίῃ καὶ μὴ βίῃ καὶ ὁ. Id.3.127.—The word seems not to be used in pl.
German (Pape)
[Seite 331] ὁ, jede versammelte Menschenmenge, zusammengekommene Schaar, Versammlung; bes. die Schaar der gemeinen Krieger, im Ggstz des Anführers, ἐρχόμενον προτάροιθεν ὁμίλου, ll. 3, 22; übh. der Kriegerschwarm, sowohl in geordneten Schlachtreihen als ungeordnet in dichtem Schlachtgedränge, Τρώων κατεδύσαθ' ὅμιλον, 4, 86, βὰν δ' ἰέναι καθ' ὅμιλον ἀνὰ στρατὸν εὐρὺν Ἀχαιῶν, 209; τὴν ἔξαγ' ὁμίλου, aus dem Schlachtgedränge, 5, 353; ἵππων τε καὶ ἀνδρῶν κάλλιφ' ὅμιλον, 10, 338, öfter; so auch Pind., προμάχων ἀν' ὅμιλον, I. 6, 35, Νομάδων δι' ὅμιλον, P. 9, 127;Σκύθης ὅμιλος, Aesch. Prom. 415; τραπέντα ναύφρακτον ἐρεῖς ὅμιλον; das Flottengeschwader, Pers. 986; ναύταν οὐκέθ' ὁρῶν ὅμιλον, Eur. Hec. 921; πᾶς εἰς θέαν ὅμιλος ἔρχεται δρόμῳ, 21, 427; Σατύρων, Cycl. 100; θοινατόρων, ion 1206; ὅμιλος δημότης, Ar. Pax 886; ὁ πολλὸς ὅμιλος, der große Haufen, Her. 1, 88; aber auch βοῇ καὶ ὁμίλῳ ἐπήϊσαν, 9, 59; von einer Kriegerschaar braucht es auch Thuc., καὶ τὸν ψιλὸν ὅμιλον ἐς μέσον λαβών, 4, 125. – Einzeln auch in späterer Prosa, von jeder großen Menge, Schwarm, Luc. de luct. 2, ὅμιλος αὐλητής Asin. 37; auch von leblosen Dingen, Menge, Haufen.