διαπορθέω

From LSJ
Revision as of 14:20, 16 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαπορθέω Medium diacritics: διαπορθέω Low diacritics: διαπορθέω Capitals: ΔΙΑΠΟΡΘΕΩ
Transliteration A: diaporthéō Transliteration B: diaportheō Transliteration C: diaportheo Beta Code: diaporqe/w

English (LSJ)

= διαπέρθω, Il.2.691, Th.6.102, D.H.8.50, etc.:—Pass., to be utterly ruined, A.Pers.714, S.Aj.896 (lyr.), E.Hel.111, Paus.7.17.1, D.C.47.45.

Spanish (DGE)

destruir, saquear Λυρνησσόν Il.2.691, προτείχισμα Th.6.102, τὴν χώραν Th.8.24, Philostr.VA 6.5, cf. Plu.Per.34, τὴν πόλιν Plu.Cam.6, cf. D.H.8.16, 50, Lib.Or.6.12, τὴν κώμην PMasp.2.2.17 (VI d.C.), τὴν Ῥώμην Plu.Num.12, τὸ στρατόπεδον Plu.Lys.11, τὰ ἀλλήλων ref. a tierras, Philostr.VA 6.11, en v. pas. πρὶν τὰ ταφρεύματα διαπορθηθῆναι D.C.47.45.5, Ἑλλὰς ... διαπορθηθεῖσα ... ὑπὸ τοῦ δαίμονος Paus.7.17.1
en perf. estar destruido, arruinado διαπεπόρθηται τὰ Περσῶν πράγμαθ' A.Pers.714, διαπεπόρθημαι, φίλοι S.Ai.896, διαπεπόρθηται πόλις E.Hel.111.

French (Bailly abrégé)

διαπορθῶ :
ruiner de fond en comble, saccager, détruire.
Étymologie: διά, πορθέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-πορθέω geheel verwoesten:. διαπεπόρθηται τὰ Περσῶν πράγματα de macht der Perzen ligt in puin Aeschl. Pers. 714.

Russian (Dvoretsky)

διαπορθέω:
1 разрушать дотла, разорять, опустошать (Λυρνησσὸν καὶ τείχεα Θήβης Hom.; τὰ Περσῶν πράγματα Aesch.; διαπεπόρθηται πόλις Eur.);
2 уничтожать, губить (χρήματα πάντα διεπόρθησαν Plut.): ᾤχωκ᾽, ὄλωλα, διαπεπόρθημαι Soph. я безвозвратно погиб(ла).

Greek (Liddell-Scott)

διαπορθέω: διαπέρθω, Ἰλ. Β. 691, Θουκ. 6. 102, κτλ. - Παθ., ἐντελῶς καταστρέφομαι, Αἰσχύλ. Πέρσ. 714, Σοφ. Αἴ. 869, Εὐρ. Ἑλ. 111, καὶ παρὰ μεταγ. πεζοῖς.

English (Autenrieth)

= διαπέρθω, Il. 2.691†.

Greek Monotonic

διαπορθέω: μέλ. -ήσω, = διαπέρθω, σε Ομήρ. Ιλ., Θουκ. — Παθ., καταστρέφομαι εντελώς, αφανίζομαι, σε Τραγ.

Middle Liddell

fut. ήσω, = διαπέρθω
Il., Thuc.:—Pass. to be utterly ruined, Trag.

Lexicon Thucydideum

depopulari, devastare, to ravage, lay waste, 6.102.2, 8.24.3, 8.28.3.