φρήτρη
From LSJ
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
English (LSJ)
ἡ, Ion. for φράτρα (q.v.); also φρητρία, IG14.759 (Naples, φητρία lapis).
German (Pape)
[Seite 1306] ἡ, u. φρήτριος, ion. = φράτρα, φράτριος.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
ion. c. φρατρία.
Russian (Dvoretsky)
φρήτρη: ἡ эп.-ион. (dat. sing. φρήτρῃφιν) = φρατρία.
Greek (Liddell-Scott)
φρήτρη: ἡ, Ἰων. ἀντὶ φράτρα, Ἐπικ. δοτ. φρήτρῃφιν.
English (Autenrieth)
(φράτηρ, cf. frater), dat. φρήτρηφιν: clan. (Il.)
Greek Monolingual
ἡ, Α
ιων. τ. βλ. φράτρα.
Greek Monotonic
φρήτρη: ἡ, Ιων. αντί φράτρα· Επικ. δοτ. φρήτρῃσιν.