κήρινθος
From LSJ
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
English (LSJ)
ὁ,
A beebread, = ἐριθάκη, Arist.HA623b23, Plin.HN11.17, Hsch.
II kind of ulcer, Id.
German (Pape)
[Seite 1433] ὁ, das Bienenbrod, Hesych. S. ἐριθάκη.
Russian (Dvoretsky)
κήρινθος: ὁ бот. керинт, перга, цветень Arst.
Greek (Liddell-Scott)
κήρινθος: ὁ, τροφὴ τῶν μελισσῶν, ὡσαύτως ἐριθάκη, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 5, Ἡσύχ. ΙΙ. εἶδος ἕλκους, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
κήρινθος, ὁ (Α)
1. η τροφή τών μελισσών, η εριθάκη, ρευστή κομμιώδης ουσία, διαφορετική από το μέλι, η οποία παράγεται από τις μέλισσες ως τροφή τους
2. (κατά τον Ησύχ.) είδος έλκους, είδος πληγής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός. Η κατάλ. -ινθος παρατηρείται συν. σε λ. του προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος].