rob
From LSJ
English > Greek (Woodhouse)
verb transitive
deprive: P. and V. ἀφαιρέω, ἀφαιρεῖν (τινί τι), ἀφαιρεῖσθαι (τινά τι), ἀποστερεῖν (τινά τινος, or acc. of thing if standing alone), στερεῖν (τινά τινος), στερίσκειν (τινά τινος), συλᾶν (τινά τι), ἀποσυλᾶν (τινά τι), V. ἀποστερίσκειν (τινά τινος); see deprive.
help a person in robbing: P. συναποστερεῖν (τινά τινος, with dat. of person helped).
be robbed of: use also P. and V. στέρεσθαι (gen.), V. τητᾶσθαι (gen.).
pillage: P. and V. πορθεῖν, ἐκπορθεῖν, διαπορθεῖν, ἁρπάζειν, ἀναρπάζειν, διαρπάζειν, συλᾶν, φέρω, φέρειν, λῄζεσθαι, P. ἄγω καὶ φέρω, ἄγειν καὶ φέρειν, λῃστεύειν, διαφορεῖν, V. πέρθειν, ἐκπέρθειν (also Plato but rare P.); see plunder.
Absol., be a robber: Ar. and P. λωποδυτεῖν.