πυργηρέομαι
Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit
English (LSJ)
Pass., to be shut up as in a tower, be beleaguered, A.Th. 22, 184, E.Or.762 (troch.), 1574, Ph.1087.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πυργηρέομαι [πυργήρης ‘van een vestingmuur voorzien’] ep., pass. belegerd worden.
Russian (Dvoretsky)
πυργηρέομαι: быть окруженным или быть осажденным (στρατὸς πυργηρούμενος Aesch.): πρὸς ἐχθρῶν π. Eur. находиться во вражеском кольце.
Greek Monotonic
πυργηρέομαι: Παθ., κλείνομαι όπως μέσα σε έναν πύργο, πολιορκούμαι, σε Αισχύλ., Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
πυργηρέομαι: ἀποθ., ἐγκλείομαι ὡς εἰ ἐν πύργῳ, πολιορκοῦμαι, Αἰσχύλ. Θήβ. 22, 184, Εὐρ. Ὀρ. 762, 1574, Φοίν. 1087· - ὁ Εὐστ. ἔχει ἐνεργ. τύπον πυργηρῶ, περιφράττω διὰ πύργων, Πονημάτ. 285. 62· καὶ μέσ. ἀόρ. πυργηρώσασθαι, αὐτόθι 123, 6. - Καθ’ Ἡσύχ.: «πυργηρούμεθα· ἐντὸς ἐσμὲν τῶν πύργων, οὐ τολμῶμεν ἐξιέναι», καὶ «πυργηροῦμεν· φυλάττομεν τὰ τείχη»· - κατὰ Φώτ.: «πυργηρούμενοι· τὰ τείχη φυλάττοντες».
Middle Liddell
πυργηρέομαι,
Pass. to be shut up as in a tower, to be beleaguered, Aesch., Eur. [from πυργήρης