χῶρος
English (LSJ)
ὁ,
A like χώρα 1, a definite space, piece of ground, place, χῶρον μὲν πρῶτον διεμέτρεον Il.3.315; διαμετρητῷ ἐνὶ χώρῳ ib.344; νεκύων διεφαίνετο χῶρος a space clear of the dead, i. e. not filled by them, 8.491; χ. ὑλήεις, ἐρῆμος, οἰοπόλος, ψαμαθώδης, Od.14.2, Il.10.520, 13.473, h.Merc.75; πίων Hes.Op.390; εὐαής ib.599; καταστύφελος Id.Th.806; ἀσυνήθης Emp.118; region, ἀτερπὴς χ., of the lower world, Od.11.94, cf. Emp.121; so εὐσεβῶν χ. Lycurg.96, Pl.Ax.371c, cf. IG12(7).115.20 (Amorgos); χ. ἀσεβῶν Pl.Ax.371e, Luc.Nec.12; ὁ περίγειος χ. the region of this world, τὸν π. καταλελοιπότες χῶρον μετεωροπολεῖν ἐγνώκασιν Ph.1.196; δένδρε' ἔθαλλεν χ. Pi.O.3.23: pl., Hdt.2.178; Βρόμιος δ' ἔχει τὸν χ. A.Eu.24; θηρῶν οὓς ὅδ' ἔχει χῶρος S.Ph.1148 (lyr.); Μακραὶ δὲ χῶρός ἐστ' ἐκεῖ κεκλημένος; E.Ion 283; πόδες δέ οἱ οὐχ ἑνὶ χώρῳ Call.Del.192. 2 space, compass, ποιῆσαι ἐν βραχεῖ χώρῳ τὴν δύναμιν Plb.11.1.3. II land, country, Hdt.4.30; ὁ Λιβυκὸς χ. v. l. in Id.2.19; τοῦ Ἀταρνέος ἐστὶ χ. Id.1.160; τῆς Ἀραβίης 2.75: pl., lands, τῶν Θηβαίων ἔκειρε τοὺς χ. Id.9.15, cf. S.OT1126: metaph., τὸ γὰρ νεάζον ἐν τοιοῖσδε βόσκεται χ. Id.Tr.145; χ . . . οὗτος (leg. αὑτός) ἀνθρώπου φρενῶν Id.Fr. 910. 2 landed property, estate, Axiop.5, X.Cyr.7.4.6. 3 the country, opp. the town, ἐν τῷ χ. καὶ ἐν τῷ ἄστει Id.Oec.5.4, cf. 11.18; σπείρω τ' ἄρουραν . . Βερέκυντα χ. A.Fr.158. 4 country town, IG12(9).189.26 (Eretria, iv B. C., pl.); ὁ χ. ὁ Μοττιανῶν κτλ. LW1745 (Gergis).—Rare in pure Att. Prose (Th.2.20, 7.78, f.l. in Antipho 3.2.8), but common in X.
χῶρος, ὁ,
A north-west wind, Lat. corus, Act.Ap.27.12.
German (Pape)
[Seite 1388] ὁ, 1) Raum, Platz, Stelle, Gegend, Ort; oft bei Hom. u. Folgdn; χῶρον μὲν πρῶτον διεμέτρεον Il. 3, 315; ὅτε δή ῥ' ἐς χῶρον ἕνα ξυνιόντες ἵκοντο 4, 446; ὀλίγος δ' ἔτι χῶρος ἐρύκει 20, 161; χῶρος ἐρῆμος, οἰόπολος, 10, 520. 13, 473; Raum, Platz, Zwischenraum, 8, 491. 10, 199, wie D. Hal. 8, 67; πίων, εὐαής, καταστάφυλος, Hes. O. 392. 601 Th. 806, u. sonst; Pind. Ol. 3, 27 P. 4, 209; Tragg., Βρόμιος ἔχει τὸν χῶρον Aesch. Eum. 24; θηρῶν οὓς ὅδ' ἔχει χῶρος Soph. Phil. 1133; das Gebiet einer Stadt, Her. 1, 160; und so auch im plur., 9, 15; wie bei den Att. nur χώρα gebraucht wird; – ἐν βραχεῖ χώρῳ ποιήσας τὴν ὅλην δύναμιν Pol. 11, 1,3. – 2) Ackerland, Landgut, Xen. Cyr. 7, 4,6. – (χάω, χανδάνω sind als Stamm anzusehen.)