διάγω

From LSJ
Revision as of 19:25, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_2)

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάγω Medium diacritics: διάγω Low diacritics: διάγω Capitals: ΔΙΑΓΩ
Transliteration A: diágō Transliteration B: diagō Transliteration C: diago Beta Code: dia/gw

English (LSJ)

[ᾰ],

   A carry over or across, πορθμῆες δ' ἄρα τούς γε διήγαγον Od.20.187, cf. Th.4.78; δ. ἐπὶ σχεδίας ἄρτους X.Cyr.2.4.28.    b intr., cross over, Id.An.7.2.12.    2 draw through, τὴν προβοσκίδα Plu.2.968d.    3 Geom., draw through or across, produce a line, Euc.1.21, al.    4 draw apart, τὰ ὄμματα IG4.951.121 (Epid.).    II of Time, pass, spend, αἰῶνα h.Hom.20.7; βίοτον, βίον, A.Pers.711, S.OC1619, Ar.Nu.464; δ. τὸν βίον μαχόμενος Pl. R.579d; ἡσύχιον βίον δ. ἐν εὐσεβείᾳ 1 Ep.Tim. 2.2; γῆρας, νύκτα, X. Cyr.4.6.6, An.6.5.1; χρόνον Plu.Tim.10 (but χρόνος διῆγέ με, = χρόνον διῆγον, S.El.782); δ. ἑορτήν celebrate it, Ath.8.363f: hence,    2 intr., without βίον, pass life, live, Democr.191, D.18.254, 25.82; = διαιτῶμαι, διατρίβω, Thom.Mag.pp.90,98 R.; δ. ἐν φιλοσοφίᾳ Pl.Tht. 174b; tarry, ἐν τῷ δικαστηρίῳ Id.Euthphr.3e; ἐν προαστείῳ Hdn.1.12.5:—Med., διαγόμενος Pl.R.344e, etc.; τὰ πρὸς τοὺς θεοὺς εὐσεβῶς δ. Michel352.15 (Iasus).    b delay, Th.1.90, D.C.57.3: c. acc., spin out, protract, τοὺς λόγους Philostr.VA1.17.    c c. acc. pers., divert, fob off, ἐλπίδας λέγων διῆγε [τοὺς στρατιώτας] X.An.1.2.11, cf. D.Prooem. 53, Luc.Phal.1.3.    d continue, δ. σιωπῇ X.Cyr.1.4.14: freq. c. part., continue doing so and so, δ. λιπαρέοντας Hdt.1.94; δ. μανθάνων, ἐπιμελόμενος, X.Cyr.1.2.6, 7.5.85.    e with Advbs., ἐν τοῖς χαλεπώτατα δ. Th.7.71; ἄριστα X.Mem.4.4.15; εὖ Arist.HA625b23; ἀκινδύνως Id.Pol.1295b33; also εὐσεβῆ δ. τρόπον περί τινα conduct oneself piously, Ar.Ra.457.    III cause to continue, keep in a certain state, πόλιν ὀρθοδίκαιον δ. A.Eu.995(lyr.); πόλεις ἐν ὁμονοίᾳ Isoc.3.41; ἐν πᾶσι τοῖς κατὰ βίον . . διῆγεν ὑμᾶς D.18.89; τὸ ὑπήκοον ἐν ἡσυχίᾳ δ. D.C.40.30.    IV entertain, feed, τραγήμασι καὶ λαχάνοις τὸν στρατόν Philostr.Her.10.4:—Pass., [λέων] μελιτούτταις διήγετο Id.VA 5.42.    V manage, κάλλιστα πάντα δ. Pl.Plt.273c; πανηγυρικώτερον δ. τὰ κατὰ τὴν ἀρχήν Plb.5.34.3.    VI separate, force apart, τὰ σκέλεα Hp.Steril.230, LXX Ez.16.25; τοὺς ὀδόντας Aret.SA1.6.    2 divert, τινὰ ἀπό τινος Philostr.Her.Prooem.3; simply, divert, τὰς βασιλείους φροντίδας Id.VS1.8.2.

German (Pape)

[Seite 575] (s. ἄγω), 1) hindurch-, hinüberführen; Od. 20, 187 πορθμῆες δ' ἄρα τούς γε διήγαγον; τὴν στρατιάν Thuc. 4, 78; Xen. An. 2, 4, 20 u. ösrr; διὰ τῶν ἐξόδων Plat. Tim. 79 a; dah. αἰῶνα H. h. 19, 7, wie Plat. Legg. III, 701 c, hinbringen, verleben; βίον, Ar. Nubb. 462; Plat. Phaedr. 256 b; Menex. 248 b u. öfter; Dem. 59, 30 u. Sp.; τὰ ἔτη, Xen. Cyr. 1, 2, 13; oft auch absolut, sein Leben hinbringen, leben; mit adv., πρεπόντως, Plat. Legg. II, 657 d; ὡς ἤδιστα, Crit. 43 b; ἀθυμοτέρως, Isocr. 4, 116; σωφρόνως, Xen. Cyr. 1, 2, 8; σιωπῇ, 1, 4, 14; ἄριστα, Mem. 4, 4, 15; dah. εὖ διάγειν, als Gruß, wie χαίρειν, Epicur.; ἐν τῇ φιλοσοφίᾳ, im Studium der Philosophie, Plat. Phaedr. 259 d; ἐν τοῖς σκευοφόροις, als Packträger, Xen. Cyr. 7, 149; sich aufhalten, ἐν προαστείῳ Hdn. 1, 12; zögern, Thuc. 1, 90, wie τὸν χρόνον διάγειν, Plut. Timol. 10; am häufigsten mit partic., wo es = διατελέω einen fortwährenden Zustand bezeichnet, ἐξετάζοντα δ., Plat. Apol. 41 b; οἷς λέγω παίζων διάξει Phaedr. 276 d; μαχόμενος διάγειν τὸν βίον, Rep. IX, 579 d; ἐλπίδας λέγων διῆγε, er machte ihnen fortwährend Hoffnungen, Xen. An. 1, 2, 11; vgl. Cyr. 5, 4, 35, u. öfter. – 2) durchführen, vollenden, κάλλιστα πάντα Plat. Polit. 273 c; dah. regieren, verwalten, πόλεις, Isocr. 3, 41; τὰ κατὰ τὴν ἀρχήν, Pol. 5, 34, 3; a. Sp.; auch ἑορτήν, = ἄγειν, Ath. VIII, 353 f. – 3) durchbringen, erhalten, τραγήμασι καὶ λαχάνοις τὸν στρατόν Philostr.; auch = die Zeit vertreiben, ergötzen, Luc. Phalar. pr. 3 u. a. Sp.; hinhalten, τέτταρσιν όβολοῖς ὥσπερ ἀσθενοῦντα τὸν δῆμον διάγουσιν Dem. prooem. 53 extr.; so erkl. man auch Dem. 18, 89, ἐν πᾶσι τοῖς κατὰ τὸν βίον ἀφθονωτέροις καὶ εὐωνοτέροις διήγαγεν ἡμᾶς; vgl. Arr. An. 4, 18, 8. – 4) Sp. auch = auseinanderführen.