ποῖος
English (LSJ)
α, ον, Ion. κοῖος, η, ον,
A of what kind? in Hom. commonly expressing surprise and anger, π. τὸν μῦθον ἔειπες what manner of speech hast thou spoken! Il.1.552, al.; ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων 4.350, al.; simply, ποῖον ἔειπες 13.824, Od.2.85, al.; ποῖον ἔρεξας Il.23.570; ποῖοί κ' εἶτ' Ὀδυσῆϊ ἀμυνέμεν what sort would ye be to . . ! Od.21.195; in simple questions, ποίῃ . . νηΐ σε ναῦται ἤγαγον; 16.222; κοίῃ χειρί; Hdt.4.155, cf. A.Th.304 (lyr.), etc.; ποῖος οὐ interrog., equiv. to every affirm., Hdt.7.21, S.OT420, etc. 2 freq. in Com. and Prose dialogue, used in repeating a word used by the former speaker, to express scornful surprise, Πρωτέως τάδ' ἐστὶ μέλαθρα. Answ. ποίου Πρωτέως; Ar.Th.874, cf. Ach.62,157, 761, Nu.367, Pl.Tht.180b, Grg.490e, Chrm.174b: twice in Trag., S. Tr.427, E.Hel.567: with Art., τὰν ποίαν σύριγγα; Theoc.5.5: abbrev. ποῖ (q.v.). 3 with the Art., when the question implies a Noun which is defined by the Art. or the context, τὸ π. εὑρὼν . . φάρμακον; A.Pr.251; τὰ π. τρύχη; μῶν ἐν οἷς . .; Ar.Ach.418; λέγεις δὲ τὴν π. κατάστασιν ὀλιγαρχίαν; Answ. τὴν ἀπὸ τιμημάτων πολιτείαν Pl.R. 550c: freq. with the demonstr., ὁ ποῖος οὗτος Λάμαχος; Answ. ὁ δεινός, ὁ ταλαύρινος . . Ar.Ach.963, cf. Nu.1270, Timocl.12.4 (corr. Elmsley): sts. the answer is given more generally, S.OT120, 291, OC1415, Ph.1229: in Prose, τὸ π.; Pl.Sph.220e, etc.; τὸ π. δή; Id.Tht.147d, Phdr.279a; τὰ π. ταῦτα; Id.Cra.395d, etc.; τῆς π. μερίδος γενέσθαι τὴν πόλιν ἐβούλετ' ἄν; D.18.64: so also without the Art., κοῖα ταῦτα λέγεις; Hdt.7.48; π. Ἐρινὺν τήνδε . .; what sort of Fury is this that . .? A.Ag.1119; π. ἐρεῖς τόδ' ἔπος; what sort of word is this that thou wilt speak? S.Ph.1204 (lyr.), cf. 441, etc. 4 ποῖός τις; making the question less definite, κοῖόν μέ τινα νομίζουσι Πέρσαι εἶναι; Hdt.3.34, cf. S.OC1163, X.HG4.1.6, etc.: with Art., τὰ ποῖ' ἄττα; Id.Cyr.3.3.8, cf. Pl.Sph.240c. II like ὁποῖος, in indirect questions, διδάξω . . ποῖα χρὴ λέγειν A.Supp.519, cf. Pr.196, S.Ph.153 (lyr.), etc.; ποῖα ἄττα δεῖ ἡμᾶς λέγειν Pl.R. 398c; οὐκ οἶδα ὁποίᾳ τόλμῃ ἢ ποίοις λόγοις χρώμενος ἐρῶ ib.414d; εἴρετο . . κοῖός τις δοκέοι ἀνὴρ εἶναι Hdt.3.34; doubled, ποίαν χρὴ [γυναῖκα] ποίῳ ἀνδρὶ συνοῦσαν τίκτειν Pl.Tht.149d. III = ποδαπός; ποῖος οὑτοσὶ <ὁ> Τιμόθεος;—Μιλήσιός τις . . Pherecr.145.20, cf. Call.Epigr. 36. 2 whose? ἐν π. δυνάμει ἢ ἐν π. ὀνόματι; Act.Ap.4.7, cf.Ev.Matt. 21.23. IV simply, what, which? esp. of place or time, ποίης ἐξ εὔχεται εἶναι γαίης; Od.1.406, cf. Pi.P.4.97; ἐν π. πόλει; Eup.23 D., cf. Alex.267.6; ἐκ ποίας πόλεως σὺ εἶ; LXX 2 Ki.15.2, cf. 3 Ki.13.12, al., Act.Ap.23.34; ποίᾳ ἄλλῃ (sc. ὁδῷ); by what other way? Ar.Av.1219 (hence κοίῃ metaph., how? Hdt.1.30); ποίου χρόνου; since what time? A.Ag.278, cf. E.IA815 (nisi leg. πόσον) ; ἀπὸ π. χρόνου; Ar.Av.920, UPZ65.7 (ii B.C.); ἀπὸ ποίου ἔτους PAmh.2.68.7 (i A.D.); ποίᾳ ἡμέρᾳ; Ev.Matt.24.42, cf. Hyp.Epit.31, Arist.Cat.5a20,22, SIG826 Eii28 (Delph., ii B.C.), IG5(1).1390.113 (Andania, i B.C.), PUniv.Giss.20.18 (ii A.D.); φυλᾶς ἑλομένοις ἑκάστου( = -ῳ) ποίας κε βέλλειτει ( ἧστινος ἂν βούληται, sc. εἶναι) IG9(2).517.20 (Larissa, iii B.C.); ποίας φυλῆς ἐστι LXXTo.5.8; π., = quis, Gloss. V = πότερος, An.Ox.1.284. VI Adv. ποίως Hdn.Gr.2.925, Bacch.Harm.93. [The first syll. is sts. short in Trag. and Com., A.Supp.911, Ar.V. 1369.]
German (Pape)
[Seite 652] ποία, ποῖον, in ion. Prosa κοῖος, κοίη, κοῖον (vgl. ποσ), wie beschaffen? welch einer? was für einer? das lat. qualis? bei Hom. häufig π οῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων, u. ποῖον τὸν μῦθον ἔειπες, was sprachst du da für ein Wort, gew. mit dem Nebenbegriffe staunender Entrüstung, mehr Ausruf als eigtl. Frage; auch ποῖον ἔειπες, Il. 13, 824 u. sonst, wie ποῖον ἔρεξας, 23, 570; ποίης δ' ἐξ εὔχεται εἶναι γαίης, Od. 1, 406; ποίαν γαῖαν, Pind. P. 4, 97; ποίαις τύχαις, N. 1, 61; ποίῳ τρόπῳ, Aesch. Prom. 765; ποίῳ μόρῳ δὲ τούσδε φὴς ὀλωλέναι; Pers. 438, u. öfter; ἔστιν δὲ ποῖον τοὔπος; Soph. O. R. 89; Eur., Ar. u. in Prosa; mit dem Artikel, τὸν ποῖον; Soph. Phil. 1213; τὸ ποῖον; τὰ ποῖα; O. R. 120 Trach. 78; auch τὰ ποῖα ταῦτα, O. R. 291 u. öfter; vgl. Pors. Eur. Phoen. 719. 892; Elmsl. Ar. Ach. 418. 974 Nubb. 1270; Plat. Theaet. 147 d Soph. 220 e u. öfter, wie τὰ ποῖα δὴ λέγεις, Phil. 13 d, auch τὰ ποῖα δὴ ταῦτα λέγεις; Phaed. 81 e; ὑπὲρ τοῦ ποίου τινὸς δεδιέναι, 78 b; oft mit τίς, was für einer, wie ποῖόν τινα οἴει καρπὸν θερίζειν; Phaedr. 260 c. – Gehäuft, ποίαν χρὴ ποίῳ ἀνδρὶ συνοῦσαν ὡς ἀρίστους παῖδας τίκτειν, Theaet. 149 d. – Auch in indirecter Frage, καὶ σὸν διδάξω πατέρα, ποῖα χρὴ λέγειν, Aesch. Suppl. 514; Folgende. – Wie οἷος c. inf. vrbdn, ποῖοί κ' εἶτ' Ὀδυσῆϊ ἀμυνέμεν, Od. 21, 195, s. οἷος. – [Erst sehr späte Dichter brauchen die letzte Sylbe des fem. zuweilen kurz, also ποῖα, s. Jac. A. P. LXV. – Die erste Sylbe wird aber auch bei att. Dichtern nicht selten kurz gebraucht.]