ἐποτρύνω
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
A stir up, excite, urge on, abs., θυμὸς ἐποτρύνει καὶ ἀνώγει Il. 6.439, al.: c.acc. pers., Hdt.7.170, al.; ἐς τὸ πρόσω ἐ. ib.223 ; ἐπὶ τὰ δεινά Th.1.84(v.l.); τινὰς ἐς μάχην Plu.Crass.23 ; μαχομένους Id.Aem.33 : c. inf., ἐ. τινὰ μαχέσασθαι Il.20.171, cf. Hp.Fract.22 ; στείχειν Pi.N.9.20 ; μολεῖν S.El.1264(lyr.); ἔρδειν ὅττι κε κεῖνος ἐποτρύνῃ καὶ ἀνώγῃ [ἔρδειν] Il.15.148 : c. dat. et inf., ἑτάροισιν ἐποτρῦναι καὶ ἀνῶξαι..κατακῆαι to urge and order them..to burn, Od.10.531 ; ἱππεῦσιν ἐπότρυνον..ἐλαυνέμεν Il.15.258, cf. 16.525, Q.S.8.337 ; ἑτάροισιν ἐποτρύνας ἐκέλευσεν Od.2.422, cf. 9.488. 2 c.acc. rei, νῶϊν ἐποτρύνει πόλεμον stirs up war against us, 22.152 ; also πόλεμον..ἐ. γίγνεσθαι Th.7.25 ; ἀγγελίας..ἐ. Κεφαλλήνων πολίεσσι send urgent messages to the cities of the C., Od.24.355 ; σαλπιγκταὶ ξύνοδον ἐπώτρυνον τοῖς ὁπλίταις gave the signal for engagement to the men-atarms, Th.6.69:—Med., ἐποτρυνώμεθα πομπήν let us urge on our escort, Od.8.31:—Pass., press on, hasten, A.Th.698(lyr.).
German (Pape)
[Seite 1010] antreiben, ermuntern, aufregen, θυμὸς ἐποτρύνει καὶ ἀνώγει Il. 6, 439; ἔρδειν, ὅττι κε κεῖνος ἐποτρύνῃ καὶ ἀνώγῃ 15, 148; ἑτάροισιν ἐποτρύνας ἐκέλευσεν Od. 2, 422; ἑτάροισιν ἐποτρῦναι καὶ ἀνῶξαι μῆλα κατακῆαι 10, 531; auch allein, ἱππεῦσιν ἐπότρυνον ἐλαυνέμεν ὠκέας ἵππους Il. 15, 258; wie κελεύω construirt, ἑὲ δ' αὐτὸν ἐποτρύνει μαχέσασθαι 20, 171. Auch πόλεμόν τινι, Krieg gegen Einen erregen, Od. 22, 152; πομπήν, ἀγγελίας, die Heimsendung betreiben, Botschaft schnell aussenden, 8, 31, wo das med. steht, 24, 355. – Aufregen, anfeuern, πολλά μιν τὰ ἐποτρύνοντα ἦν Her. 1, 204, öfter; αἰεὶ ἐς τὸ πρόσω ἐποτρύνοντες, vorwärts treiben, 7, 223; τινὰ ἐπὶ δεινά, Jem. zu gefährlichen Unternehmungen, Thuc. 1, 84; von den Trompetern, σαλπιγκταὶ ξύνοδον ἐπώτρυνον τοῖς ὁπλίταις, die Trompeter gaben den Schwerbewaffneten das Signal zum Angriff, 6, 69; Plut. Πάρθοι οὐ σάλπιγξιν ἐποτρύνουσιν ἑαυτοὺς ἐς μάχην Crass. 23; Aemil. Paul. 33; μὴ τοῦ σαλπιγκτοῦ ἐποτρύνοντος Luc. Navig. 30; ὁ δὲ καὶ ἐποτρύνει καὶ τὸν πατάξαντα ἐπαινεῖ de gymn. 4; – auffordern, heißen, c. inf, Pind. N. 9, 20; Soph. El. 1264; καὶ τὸν ἐκεῖ πόλεμον ἔτι μᾶλλον ἐποτρύνωσι γίγνεσθαι Thuc. 7, 25, die Führung des Krieges beschleunigen. – Pass. sich antreiben, eilen, ἀλλὰ σὺ μὴ ἐποτρύνου Aesch. Sept. 680. Auch = act., s. oben, Od. 8, 31.