βοῦς

From LSJ
Revision as of 19:30, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_3b)

ὄρνιθι γὰρ καὶ τὴν τότ᾽ αἰσίῳ τύχην παρέσχες ἡμῖν → for it was by a good omen that you provided that past fortune to us

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βοῦς Medium diacritics: βοῦς Low diacritics: βους Capitals: ΒΟΥΣ
Transliteration A: boûs Transliteration B: bous Transliteration C: vous Beta Code: bou=s

English (LSJ)

Dor. βῶς Theoc.9.7, GDI5005.5 (Gortyn), ὁ and ἡ: gen. βοός (written βοιός GDIiv p.883 No.62 (Erythrae)), poet. also

   A βοῦ A. Fr.421, S.Fr.280: acc. βοῦν IG12.45A11, etc., βῶν Il.7.238 and Dor., IG4.914.18, al. (Epid.), SIG56.16 (Argos), Theoc.27.64, Ion. and poet. also βόα Pherecyd.162 J., AP9.255 (Phil.): dual βόε Hes.Op. 436: pl., nom. βόες, rarely contr. βοῦς Ar.Fr.760, Plu.Aem.33, etc.: gen.βοῶν, contr. βῶν Hes.Th.983; Bocot. βουῶν IG7.3171.45: dat. βουσί, Ep. βόεσσι, βοσί AP7.622 (Antiphil.); Boeot. βούεσσι IG7.3171.38: acc. βόας Il.5.556, al., βοῦς 1.154, al., S.Aj.175 (lyr.), and Att., Antiph. 172.5, etc. (but later βόας Ev.Jo.2.14, POxy.729.16 (ii A. D.), etc.):—bullock, bull, ox, or cow, in pl. cattle, commonly fem.: to mark the male Hom. adds a word, β. ἄρσην Il.20.495; or ταῦρος β. 17.389; as a measure of value, βοὸς ἄξιον 23.885, cf. 7.474 and v. ἀλφεσίβοιος, ἑκατόμβοιος.    b βοῦς ἄγριος buffalo, Arist.HA499a4.    c βοῦς ἐν Συρίᾳ zebu, ib.606a15; β. ἐν Παιονίᾳ, perh. urus, Id.Mir.842b33.    d βοὸς ὄμμα, = βούφθαλμος, AP4.1.52 (Mel.).    2 metaph. of any dam or mother, μία β. Κρηθεῖ τε μάτηρ καὶ Σαλμωνεῖ Pi.P.4.142; ἄπεχε τῆς β. τὸν ταῦρον A.Ag.1125.    II = βοείη or βοέη (always fem.), ox-hide shield, νωμῆσαι βῶν Il.7.238; τυκτῇσι βόεσσιν 12.105; βόας αὔας ib.137; γέρρα λευκῶν β. X.An.5.4.12.    III a fish, perh. Notidanus griseus, Arist.HA540b17, Fr. 280.    2 a fish of the Nile, Str.17.2.4.    IV ἔβδομος β. crescent loaf, Clidem.16.    V seam, Poll.7.65.    VI the constellation Taurus, Max.162.    VII = μάστιξ, Hsch.    VIII prov., β. ἐπὶ γλώσσης ἐπιβαίνων Thgn.815; βοῦς ἐπὶ γλώσσῃ βέβηκε A.Ag.36; of people who keep silence from some weighty reason, τὸν βοῦν ἐπιτίθημι τῇ γλώττῃ Jul.Or.7.218a; βοῦς ἐμβαίνει μέγας Strattis 67 (wrongly expld. by Zen.2.70, etc., of bribery with coins bearing type of ox); β. ἐν πόλει 'bull in a china-shop', Diogcnian.3.67; β. ἐν αὐλίῳ, of a useless person, Cratin.32; β. λύρας 'pearls before swine', Macho ap.Ath.8.349c. (βοῦς (from βωύς, Skt. gaús) acc. βῶν (Skt. gā´m) are old forms: stem βωϝ-βοϝ-, cf. Lat. (Umbr.) bos, etc.)

German (Pape)

[Seite 459] gen. βοός, nach B. A. 84 u. 1196 bei Aesch. und Soph. auch βοῦ; acc. βο ῦν, seltener βόα, Phil. Th. (IX. 255); dor. βῶς, βῶν; plur. βόες, selten βοῦς; βοῶν, zsgz. βῶν, Hes. Th. 983; βουσί, p. βόεσσι, auch βοσί, Antiphil. 30 (VII, 622), dor. βωσί; acc. βοῦς, dor. βῶς; Hom. βοῦς, βοός, βοῦν, βῶν Iliad. 7, 238; βόε Iliad. 13, 703 Odyss. 13, 32; βόες, βοῶν, βόεσσι (ν), βουσί (ν), βόας, βοῦς; – ὁ, ἡ; – 1) Stier, Kuh, übh. Rind, gew. wenn das Geschlecht nicht besonders bezeichnet werden soll, fem., bes. auch collectiv. ἡ βοῦς. Th. Mag.; im plur. aber auch masc.: das Geschlecht ausdrücklich bezeichnet Hom. βοῦν ἄρσενα Iliad. 7, 314 Odyss. 19, 420, βόας ἄρσενας Iliad. 20, 495, ταύροιο βοός Iliad. 17, 389. – 2) ἡ βοῦς, der rindslederne S child; Hom. Iliad. 7, 238 οἶδ' ἐπὶ δεξιά, οἶδ' ἐπ' ἀριστερὰ νωμῆσαι βῶν ἀζαλέην, τό μοί ἐστι ταλαύρινον πολεμίζειν, τό statt ἥ; Scholl. Aristonic. vs. 239 ἡ διπλῆ, ὅτι τὴν ἀσπίδα ξηρὰν λέγει βῶν διὰ τὸ ἐκ βοείων εἶναιδερμάτων· καὶ ὅτι προτάξας θηλυκὸν οὐδέτερον ἐπήνεγκεν, τό μοί ἐστι, πρὸς τὸ σημαινόμενον, ὡς »νεφέλη δέ μιν, τὸ μὲν οὔποτε (Odyss. 12, 74)«. τὸ δὲ ταλαύρινον παρῆκται, εὔτολμον· οὐ γὰρ ἡ ῥινὸς ἔγκειται, ὡς ᾠήθησάν τινες; Scholl. Didym. βῶν: οὕτως αἱ Ἀριστάρχου βῶν σὺν τῷ ν. ἡ Ἀριστοφάνους βοῦν. τινὲς δὲ ἔξω τοῦ ν βῶ, καὶ μήποτε πιθανῶς, ἀντὶ τοῦ βόα; dies Letzte ist Aristarchs Urtheil, nicht das des Didymus; Aristarch war also geneigt, die Form βῶ, contrahirt aus βόα, für die beste zu halten; Scholl. V αἱ Ἀριστάρχου βῶν, ἡ Ἀριστοφάνους βοῦν, ἡ Ἡρωδιανοῦ βῶ, ὡς Βορέαο »Βορέω ὑπ' ἰωγῇ (Odyss. 14, 533)«. ἐν τοῖς παλαιοῖς ἐγέγραπτο βον, ὅπερ οὐκ ἐνόησαν οἱ διορθωταί. Iliad. 12, 105, οἱ δ' ἐπεὶ ἀλλήλους ἄραρον τυκτῇσι βόεσσιν, mit den Schilden; Scholl. Aristonic. σημειοῦνταί τινες, ὅτι βόας τὰς ἀσπίδας εἴρηκεν; 12, 137 οἱ δ' ἰθὺς πρὸς τεῖχος ἐύδμητον, βόας αὔας ὑψόσ' ἀνασχόμενοι, ἔκιον, Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ, ὅτι οὕτως τὰς ἀσπίδας βόας αὔας; 16, 636 ἃς τῶν ὤρνυτο δοῦπος ἀπὸ χθονὸς εὐρυοδείης χαλκοῦ τε ῥινοῦ τε βοῶν τ' εὐποιητάων; Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ, ὅτι προειπὼν ῥινοῦ τε, ὡς ἕτερόν τι διάφορον συμπλέκει βοῶν τε· καὶ ἤτοι ἐξ ἐπαναλήψεως νοητέον λέγεσθαι τὸ αὐτό, ὡς »πυκνοὶ καὶ θαμέες (Odyss. 12, 92)« καὶ »πόλεμόν τε μάχην τε (Iliad. 16, 251)«· ἢ τὸν τέ σύνδεσμον περιττὸν νομιστέον. ἵν' ᾖ ῥινοῦ βοῶν, τουτέστι τῶν ἀσπίδων; Scholl. Didym. ἄμεινον εἶχε, φησὶν ὁ Ἀρίσταρχος, εἰ ἐγέγραπτο βοῶνεὐποιητάων, ἔξω τοῦ τέ συνδέσμου, ἵν' ᾖ ῥινὸς βοῶν; anderes Scholl. Didym. ἐν δέ τισιν εὕρομεν ῥινῶν τε βοῶν τε κατὰ τὸ πληθυντικόν. Vgl. Apollon. Lex. Homer. p. 52, 2. 26. 53, 25. – Bei Xen. An. 5, 4, 12 ist der Homerische Sprachgebrauch noch weiter fortgebildet, ἔχοντες γέῤῥα πάντες λευκῶν βοῶν δασέα; von Schuhzeug ist die Rede An. 4, 5, 14 καὶ γὰρ ἦσαν, ἐπειδὴ ἀπέλιπε τὰ ἀρχαῖα ὑποδήματα, καρβάτιναι αὐτοῖς πεποιημέναι ἐκ τῶν νεοδάρτων βοῶν; also βοῦς geradezu = Rindshaut. – 3) übertr., von einem dummen Menschen, Machon bei Ath. VIII, 349 c. Bei Aesch. Ag. 1117 ἡ βοῦς für »Weib«; vgl. Pind. P. 4, 142. – 4) ein Seefisch, Arist. H. A. 5, 4. 6, 2. – 5) die Näthe im Kleide, Poll. 7, 65. – Sprichwörtlich, βοῦς ἐπὶ γλώττῃ, von denen, welchen die Zunge durch Geld (in alten Zeiten mit dem Gepräge eines Stieres, Plut. Thes. 25) gebunden, die bestochen sind, übh. die zu schweigen genöthigt sind, vgl. βαίνω, Theogn. 793; Aesch. Ag. 36.