ὁμολογία

From LSJ
Revision as of 19:32, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_6b)

Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 449
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμολογία Medium diacritics: ὁμολογία Low diacritics: ομολογία Capitals: ΟΜΟΛΟΓΙΑ
Transliteration A: homología Transliteration B: homologia Transliteration C: omologia Beta Code: o(mologi/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ,

   A agreement, Pl.Smp.187b,al. ; αἱ τῶν ὀνομάτων ὁ. verbal consistency, Id.Tht.164c.    2 assent, admission, concession, τῶν ἐπικαλουμένων Isoc.11.44, cf. Pl.Grg.461b, al. ; κατὰ τὴν ἐμὴν ὁ. by my admission, Id.Prt.350e ; ἡ ὑπέρ τινος ὁ. Id.Tht.169e ; ἐξ ὁ. διαλέγεσθαι argue from premises agreed upon or granted, Arist.Top. 110a33.    3 agreement, compact, συνθήκη καὶ ὁ. Pl.Cra.384d ; ἐμμένειν τῇ ὁ. Id.Tht.145c, Lg.840e : pl., ὁμολογίας παραβαίνειν, διαλύειν, Id.Tht.183d, Isoc.4.175 ; τὰς ὁ. διαφυλάττειν Id.9.44 ; κατὰ τὰς ὁ. Pl.R.443a ; παρὰ τὰς ὁ. Id.Cri.52d.    b esp. in war, terms of peace, truce, or surrender, Hdt.8.52 ; ὁμολογίῃ ἐχρήσαντο, of the conquered, Id.1.150, cf. 4.201 ; ἐς ὁμολογίην προσεχώρησαν Id.7.156 ; τὴν ὁ. δέξασθαι Th.6.10 ; ἐς ὁμολογίην προκαλέεσθαι, of the conquerors, Hdt.3.13 ; ἡ ὁ. ἡ πρός τινα γενομένη Id.1.61, cf. And.1.120 ; ὁμολογίᾳ τὴν ἀκρόπολιν παραδοῦναι Th.3.90, cf. 1.107.    c in Law, contract, agreement, συγγραφὴ καὶ ὁ. PEleph.2.2 (iii B. C.) ; ὁ. τινὸς πρός τινα PFay.91.1 (i A. D.), etc.    4 vow, LXX Je.51(44).25 (pl.).    5 in Stoic Philos., conformity with nature, summum . . bonum, cum positum sit in eo quod ὁμολογίαν Stoici, nos appellemus convenientiam, Cic.Fin.3.6.21 ; ψυχὴ πεποιημένη πρὸς ὁμολογίαν παντὸς τοῦ βίου Stoic. 3.11.

German (Pape)

[Seite 338] ἡ, die Uebereinstimmung, συμφωνία δὲ ὁμολογία τις, Plat. Conv. 187 b; Uebereinkunft, bes. im Disputiren, wenn der Eine dem Andern Etwas als richtig zugiebt, das Zugeständniß, Gorg. 461 c Charm. 175 c; ἡ πρὸς Σωκράτη ὁμολογία, Phil. 12 a; neben ξυνθήκη, Crat. 384 d; παρὰ τὰς συνθήκας τε καὶ ὁμολογίας, Crit. 52 d, vgl. 54 c; – im Kriege, Ergebung an den Feind auf gewisse Bedingungen, Capitulation, ἐς ὁμολογίην προσεχώρησαν, Her. 7, 156, λόγους προσφέρειν περὶ ὁμολογίης, 8, 52, öfter; βουλόμενοι ὁμολογίᾳ τινὶ ἐπιεικεῖ αποπέμψασθαι τὰς ναῦς, unter billiger Bedingung, Thuc. 3, 4; καὶ χρόνῳ ξυνέβησαν καθ' ὁμολογίαν, 1, 98; ὁμολογίαν ποιεῖσθαι, 4, 65; Sp., ὁμολογία τίς ἐστι πᾶσι πρὸς ἅπαντας, Luc. Paras. 30.