σκοπέω

From LSJ
Revision as of 19:35, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_2)

Ξυνετὸς πεφυκὼς φεῦγε τὴν κακουργίαν → Valens sagaci mente, quod pravum est, fuge → Wenn du verständig bist, dann flieh die Schlechtigkeit

Menander, Monostichoi, 398
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκοπέω Medium diacritics: σκοπέω Low diacritics: σκοπέω Capitals: ΣΚΟΠΕΩ
Transliteration A: skopéō Transliteration B: skopeō Transliteration C: skopeo Beta Code: skope/w

English (LSJ)

used by early writers only in pres. and impf. Act. and Med. (v. infr. 11), the other tenses being supplied by σκέπτομαι (q.v.):—but in later writers we find fut. σκοπήσω, Anon.Prog. in Rh.1.615 W., Gal.UP3.10 (f.l.), (ἐπι-) Babr. 103.8, (κατα-) Hld.5.4: aor.

   A ἐσκόπησα Thphr.Sign.1 (προ-), Plb. Fr.54 (s.v.l.) (περι-), Lib.Or.12.28, etc.: and of Med., aor. ἐσκοπησάμην (περι-) Luc.VH1.32: pf. ἐσκόπημαι (προαν-) J.AJ17.5.6: (cf. σκέπτομαι):—behold, contemplate (rather of particulars than of universals, of which θεωρέω is more commonly used, but οἱ τὸν ἥλιον ἐκλείποντα θεωροῦντες καὶ σκοπούμενοι Pl.Phd.99d), ἄστρον Pi.O.1.5; πλοῦν μὴ 'ξ ἀπόπτου μᾶλλον ἢ 'γγύθεν σκοπεῖν S.Ph.467, cf. E.IA490; τὰ πόρρω Id.Rh.482; τὰ ἔμπροσθεν X.An.6.3.14(17); examine, inspect, καταθεῖναί τι . . σκοπεῖν τῷ βουλομένῳ IG 12(5).480 (Athenian law, v B.C.); σ. παραγραφάς PLips.38 ii 2 (iv A.D.): abs., ἄλλοσε σ. S.El.1474; σκοπεῖτε look out, watch, A.Supp.232, etc.: folld. by a clause, σ. ὅπου . . S.Ph.16; σ. ποῦ . . X.Cyr.3.2.1, etc.: folld. by a Prep., σ. εἰς . . E.Fr.812.6, Pl.Plt.305b.    2 metaph., look to or into, consider, examine, τὰ ἑωυτοῦ σ. look to one's own affairs, Hdt.1.8; τὸ σεαυτοῦ Pl.Phdr.232d; τὸ ὑμέτερον Antipho 4.2.8; καιρόν Th.4.23; τὸ συμφέρον Pl.R.342bsq.; τὸ πρὸς ποσί S.OT130; τοὺς νόμους πρὸς τοὺς τῇδε with reference to the laws here, Pl.Ti.24a; τι πρὸς ἐμαυτόν Id.Euthphr.9c: abs., σκοπῶν εὕρισκον ἴασιν S.OT68, cf. Ph.282: folld. by an acc. and interrog. clause, or μή... σ. τὴν τελευτὴν κῇ ἀποβήσεται Hdt.1.32, cf. S.Ph.506, OT407: folld. by an interrog. clause alone, σ. πόθεν χρὴ ἄρξασθαι And.1.8; σ. εἰ . . S.Ant.41, Pl.Lg.862a (Med.); ὅπως . . X.Cyr.2.2.26: sts. c. gen. pers. as well as acc. or clause, σκόπει δὴ τόδε αὐτῶν Pl.Tht.182a; πρῶτον αὐτῶν ἐσκόπει πότερα . . X.Mem.1.1.12: folld. by a Prep., ἐξ ὧν ἀγγέλλουσι σκοποῦντες λογιεῖσθε τὰ εἰκότα Th.6.36, cf. 1.1, X.An.3.1.13; πρὸς τὸ ἄρχειν σκοπῶν λογίζομαι Id.Cyr.1.6.8; σ. τὰ λοιπὰ πρὸς ὑμᾶς αὐτούς Antipho 1.31; ἀνομολογούμενοι πρὸς ἀλλήλους Pl.R.348b; τόδε περὶ αὐτοῦ ib.351b, etc.; τὴν ὀρθολογίαν περί τι Id.Sph.239b: with Adv., abs., ὀρθῶς σ. E.Ph.155; καιρίως Id.Rh.339; ἄμεινον Pl.Smp. 219a.    3 look out for, παῦλαν X.An.5.7.32; τι ἀγαθόν Id.Hier.9.10; νεώσοικον Ar.Ach.96; ἐσκόπει γυναῖκά μοι Is.2.18, cf. D.Ep.2.11; σ. ὄνομα κάλλιον αὐτῇ Plu.2.991f.    II Med., used like Act. 1.1 (perh. implying a more deliberate consideration), c. acc., E.IT 68, Hel.1537; τένοντ' ἐς ὀρθὸν ὄμμασι σκοπουμένη Id.Med.1166.    2 = 1.2, S.OT964; σ. τύχας βροτῶν E.Fr.262: folld. by relat., σ. τίνι τρόπῳ . . Pl.Smp.176b, cf. Th.8.48: περί τινος Pl.Prt.353a, X.Hier. 1.10: abs., ἔνεστι τοῖσιν εὖ σκοπουμένοις ταρβεῖν . . S.Tr.296.    3 = 1.3, ὅτανπερ ἀδικεῖν ἐπιχειρῶσιν, ἅμα καὶ τὴν ἀπολογίαν σκοποῦνται Isoc.21.17.    III rarely in Pass., σκοπῶν καὶ σκοπούμενος ὑπ' ἄλλων considering and being considered, Pl.Lg.772d; ὁ λόγος . . αἰσχρὸς τοῖς σκοπουμένοις is disgraceful in the very matter considered, D.20.54 (s.v.l., τοῖς σ. secl. Dobree).

German (Pape)

[Seite 903] nur im praes. u. imperf. gebr., u. so σκέπτομαι ergänzend, aus der Ferne auf ein bestimmtes Ziel hinsehen, betrachten, beschauen; ἄστρον, Pind. Ol. 1, 5; σκοπεῖτε, Aesch. Suppl. 229; μηκέτ' ἄλλοσε σκόπει, Soph. El. 1466; πλοῦν μὴ 'ξ ἀπόπτου μᾶλλον ἢ 'γγύθεν σκοπεῖν, 465, u. öfter; μὴ νῦν τὰ πόῤῥω σκόπει, Eur. Rhes. 482; τὰ πράγματ' ἐγγύθεν σκοπῶν, I. A. 490; Ar. Ran. 1153; u. in Prosa: παντὸς χρήματος τελευτήν, Her. 1, 32, τά τινος, für Einen sorgen, 1, 8, wie τὰ σεαυτοῦ, Plat. Phaedr. 232 d; Thuc. 1, 1. 3, 12 u. öfter; σκοπῶ, ὅπως ἀποφανοῦμαι, Plat. Gorg. 526 d; πρὸς ἐμαυτὸν σκοπῶ, ich überlege bei mir selbst, Euthyphr. 9 c, wie πρὸς ἀλλήλους Rep. I, 348 b, ποῖ σκοπεῖς; Legg. XII, 963 b; καὶ ὁρᾶν, τί δράσομεν, Phil. 22 c; τὴν ἀλήθειαν, Gorg. 526 d, öfter; Xen. Cyr. 2, 4, 11 u. sonst; φθόνον σκοπῶν ὅ τι εἴη, Mem. 3, 9, 8; λόγους πρὸς τοὺς ἀγῶνας, Isocr. 4, 11; σκοπῶν καὶ θεωρῶν τὸ πρᾶγμα αὐτό, Dem. 38, 11, u. öfter; ἐσκόπει γυναῖκά μοι, er sah sich nach einer Frau für mich um, Is. 2, 17; σκόπει, μή –, sieh zu, daß nicht, nimm dich in Acht, Plat. Gorg. 458 c; σκοπεῖν ὅπως, Xen. Cyr. 2, 2, 26. – Das med. in derselben Bdtg, eigtl. bei sich überlegen, ἔνεστι τοῖσιν εὖ σκοπουμένοις ταρβεῖν, Soph. Trach. 295; O. R. 964; σκοποῦμαι ὄμμα πανταχοῦ στρέφων, Eur. I. T. 68, vgl. Hel. 1553 Med. 1166; Ar. Eccl. 207; oft in Prosa: σκοπούμεθα πρὸς τὸν τῶν πολλῶν λόγον, Plat. Legg. I, 627 d; τί δεῖ ἡμᾶς σκοπεῖσθαι τὴν τῶν πολλῶν δόξαν, Prot. 353 a; οἱ τὸν ἥλιον ἐκλείποντα θεωροῦντες καὶ σκοπούμενοι, Phaed. 99, d, u. öfter; er vrbdt sogar σκοπῶν καὶ σκοπούμενος ὑπ' ἄλλων, prüfen lassend, Legg. I, 645 d; Xen. An. 5, 2, 8 u. sonst, wie Folgde, μὴ πικρῶς, ἀλλ' ἀνθρωπίνως σκοπεῖσθαι τὰ πράγματα Pol. 4, 14, 7. – So wie θεάομαι u. θεωρέω auf das Allgemeine, geht σκοπέω u. σκοπέομαι auf das Besondere, vgl. Her. 1, 30 Plat. Phaed. 99 d.