ἀπαιτέω
English (LSJ)
A demand back, demand to have returned, esp. of things forcibly taken or rightfully belonging to one, Hdt.1.2; εἰ μὲν βούλεσθε, αἰτῶ, εἰ δὲ μὴ βούλεσθε, ἀπαιτῶ And.2.22; τὸ μισθάριον γὰρ ἂν ἀπαιτῇς Diph.43.34; τὸ τέλος ὁ χρόνος ἀπαιτεῖ BCH7.278 (Tralles); τὴν ψυχήν Ev.Luc.12.20; ἀ. τινά τι demand something of one, Hdt. 8.122, E.Hel.963, Ar.Av.554, D.1.22; εὐθύνας ἀ. τινά Id.18.245; also ἀ. ὅπλα τοῦ πατρός S.Ph.362; χάριν ἀ. τινά Pl.Phdr.241a, etc.; τι παρά τινος Arist. de An.408a18; also ἀ. δίκην ἐξ ἀδίκων A.Ch.398; λόγον ἀ. τινὰ περί τινος Pl.R.599b; ἀ. ὑπέρ τινος ib.612d; ἀ. ὑποσχέσεις Arist.EN1164a17: c. inf., ἀ. τινὰ ποιεῖν τι E.Supp.385. b call down on oneself, ποινάς Jul.Or.2.59a (and so Med., ib.58a). c of things, require, νοῦσοι -έουσι σικύην Aret.CA1.10; περίοδος ἀ. μῆνα τρισκαιδέκατον Plu.Agis16: abs., ὅταν αἱ χρεῖαι -ῶσιν Ael. Tact.15.1. 2 inquire, ἀπαιτήσομεν αὐτὸν τίνες εἰσίν Str.12.3.24. II Pass., of things, to be demanded in payment, Hdt.5.35. 2 of persons, have demanded of one, ἀπαιτεῖσθαι εὐεργεσίαν X.Ap.17; τὸ τῆς ψυχῆς χρέος LXX Wi.15.8; ἀποδώσειν ὅταν ἀπαιτῆται BGU1058.33 (i B.C.); yield to a request, οὐκ ἀπαιτούμεσθα, answering to ἀπαιτῶ σκῆπτρα, E.Ph.602.
German (Pape)
[Seite 275] 1) ab-, zurückfordern, Ἑλένην Her. 1, 3; ὅπλα τοῦ πατρός Soph. Phil. 362; bes. von Dingen, die man von Rechtswegen fordert, eintreiben, δίκας ἐξ ἀδίκων Aesch. Ch. 392; τὴν ἀρχὴν τὸν Δία Ar. Av. 554; μισθόν τινα Xen. An. 7, 6, 17; τὰ ὅπλα ἀπαιτεῖ, ἑαυτοῦ γὰρ εἶναί φησιν 2, 5, 38; ἀπῄτουν σε, ἃ ὑπέσχου 7, 7, 21; λόγον τινά, Rechenschaft fordern, Plat. Rep. X, 599 b; τὸ δάνειον Dem. 34, 12; χρήματα Lept. 11; χρέος ἀπαιτεῖσθαι, um eine Schuld gemahnt werden; τινὰ χάριν ἀντί τινος Lys. 18, 23; pass., ἐμὲ μηδ' ὑφ' ἑνὸς ἀπαιτεῖσθαι εὐεργεσίαν Xen. Apol. 17. Ein übertragenes Amt wieder abnehmen, Plut.