κειμήλιον
γαμικὸς μοῦνος ἐνὶ φθιμένοις → in a nubile age unique among the dead
English (LSJ)
τό, (κεῖμαι)
A anything stored up as valuable, treasure, heirloom, τῆ νῦν, καὶ σοὶ τοῦτο, γέρον, κ. ἔστω Il.23.618, cf. Xenoph.2.9, etc.; δῶρον . . ὅ τοι κ. ἔσται Od.1.312; ἐν ἀφνειοῦ πατρὸς κ. κεῖται, χαλκός τε χρυσός τε πολύκμητός τε σίδηρος Il.6.47; opp. live chattels (πρόβασις), Od.2.75 (pl.), S.El.438, E. Heracl.591; of a person, Id.Rh.654; of a fish, κ. Ἀμφιτρίτης Theoc. 21.55: metaph., κ. ἐσθλά. of γνῶμαι, E.Fr.362.4: rare in Prose, Hdt. 3.41, Luc.Prom.Es4, PGiss.35.2 (iii A.D.): metaph., φίλος ἀνυπόστατον κ. Secund.Sent.11; in bad sense, κακὸν κ. Hp.Lex4. II relic, ἅγια κ. τῆς ἐκκλησίας PGrenf.2.111.1 (v/vi A.D.).
German (Pape)
[Seite 1412] τό (κεῖμαι), ein kostbares Besitzthum, das im Hause als ein Andenken an den Geber aufbewahrt wird, Schatz, Kleinod; Hom. bes. von kostbaren Metallarbeiten, z. B. Il. 6, 47 χαλκός τε χρυσός τε πολύκμητός τε σίδηρος; Od. 4, 613; δῶρον, ὅ τοι κειμήλιον ἔσται ἐξ ἐμεῦ, ein Geschenk, das dir ein werthvolles Andenken von mir sein soll, 1, 312; Il. 23, 618 καὶ σοὶ τοῦτο κειμήλιον ἔστω Πατρόκλοιο τάφου μνῆμ' ἔμμεναι; im Ggstz zu den Heerden, ἐσθέμεναι κειμήλιά τε πρόβασίν τε Od. 2, 74; κειμήλι' αὐτῇ ταῦτα σωζέσθω Soph. El. 430; ἐμοὶ μέγιστον. ἐν βίῳ κειμήλιον κρίνας σε, das größte Kleinod, Eur. Rhes. 654; in Prosa, ὅν (θησαυρόν) τις αὑτῷ τε καὶ τοῖς αὑτοῦ κειμήλιον ἔθετο Plat. Legg. XI, 913 al Sp., wie Luc. Prom. 4. Eigentl. neutr. von