ἐμπίπτω
English (LSJ)
fut. -πεσοῦμαι: aor. ἐνέπεσον, Ep. ἔμπεσον (v. infr.): lyr. aor.
A ἔμπετες Pi.P.8.81:—fall in or on, c. dat., τρύφος ἔμπεσε πόντῳ Od.4.508; ὁ δ' ὕπτιος ἔμπεσε πέτρῃ Il.4.108; ἐν δ' ἔπεσ' ὠκεανῷ, of the Sun, 8.485; πῦρ ἔμπεσε νηυσίν fire fell upon them, 16.113; αὐχένι . . ἔμπεσεν ἰός 15.451, cf. 624; with ἐν, ὡς δ' ὅτε πῦρ . . ἐν ἀξύλῳ ἐμπέσῃ ὕλῃ 11.155; κεραυνοὶ αὐτοῖσι ἐνέπιπτον Hdt.8.37; ἐμπέσοι γέ σοι (sc. ὁ πύργος) Ar.Pl.180, etc.: abs., ῥύμῃ ἐ. Th.2.76, cf. Hdt.1.34: c. gen., ὠκεανοῖο Arat.635. b Geom., meet, of a line meeting another, Euc. 1 Post.5, etc.; to be placed, ἐὰν εἰς τὸν κύκλον εὐθεῖα ἐμπέσῃ Archim.Sph.Cyl.1.9; ἡ ἐμπεσοῦσα ibid. c of a dislocated limb, fall into place, Hp.Art.8. 2 fall upon, attack, ἐν δ' ἔπεσον προμάχοις Od.24.526, cf. Il.16.81; στρατῷ E.Rh.127; τοῖς πολεμίοις X.Eq.Mag.8.25, etc.; ἐμπεσόντες having fallen on them, Hdt. 3.146, cf. 7.16.ά: metaph., insult, ἄλλοισι δ' ἐμπίπτων γελᾷ Pi.I.1.68; so, 3 of evils, diseases, etc., fall on one, attack, κακὸν ἔμπεσε οἴκῳ Od.2.45; λὺγξ τοῖς πλέοσιν ἐνέπιπτε κενή Th.2.49; νόσημα ἐμπέπτωκεν εἰς τὴν Ἑλλάδα D.19.259; πρὶν ἐμπεσεῖν σπαραγμόν S. Tr.1253; ὕπνος ἐ. Pl.Ti.45e: of passions, of frames of mind, χόλος, δέος ἔμπεσε θυμῷ, Il.9.436, 17.625; ἔρως μή τις ἐμπίπτῃ στρατῷ A.Ag. 341; Ἔρως, ὃς ἐν κτήμασι πίπτεις S.Ant.782 (lyr.); ἐμοὶ . . οἶκτος Id.Ph.965; τοῖς Ἀθηναίοις ἐνέπεσέ τι γέλωτος Th.4.28; μὴ λύσσα τις ἡμῖν ἐμπεπτώκοι X.An.5.7.26; ἔλεος ἐμπέπτωκέ τίς μοι Philippid.9.1; ἐ. εἰς... Hdt.7.43, E.IA443, Th.2.48 codd., Lys.1.18, etc.: rarely c.acc., οὐδείς ποτ' αὐτοὺς . . ἂν ἐμπέσοι ζῆλος S.OC942; ἐμπέπτωκ' ἔρως . . Ἑλλάδα E.IA808. b of words, καί μοι ἔπος ἔμπεσε θυμῷ came into my mind, Od.12.266; λόγος ἐμπέπτωκεν ἀρτίως ἐμοί came to my ears, S.OC1150; κἂν περὶ ἀνδρῶν γ' ἐμπέσῃ λόγος τις a report arose, Ar.Lys.858, cf. Pl.R.354b, Lg.799d, Thphr.Char.2.2; so τόποι ἐμπίπτοντες available, suitable topics, Hermog.Prog.7, etc., cf. Ph.1.179. 4 light or fall upon, πρὶν ἁλίῳ γυῖον ἐμπεσεῖν before his body was exposed to the sun, Pi.N.7.73; [θηρία] ἐμπίπτοντα ταῖς ὄψεσι Hdn.3.9.5; also εἰς τὴν ὄψιν, εἰς τὴν αἴσθησιν, Pl.Ti.67d, R. 524d. b fall into, ἐ. ἐν ἀπορίᾳ Id.Euthd.293a; ἐπὶ συμφορήν Hdt. 7.88; more freq. ἐ. εἰς... ἐ. εἰς ἄτας S.El.216 (lyr.); εἰς βάρβαρα φάσγανα E.Hel.864; εἰς ἐνέδραν X.Cyr.8.5.14; εἰς ἔρωτα Antiph.235.3; εἰς νόσον Antipho 1.20; εἰς ὑποψίας Id.2.2.3; εἰς φαῦλον σκέμμα Pl.R.435c; εἴς τινα βυθὸν φλυαρίας Id.Prm.130d; εἰς πράγματα D. 18.292; ἐ. εἰς τὰ πεπραγμένα, in speaking, come upon the exploits, ib.211; εἰς λόγους ib.42, cf. 59. 5 τῷ ἀκοντίῳ ἐ. τῷ ὤμῳ throw oneself on the javelin with one's shoulder, i.e. to give all one's force to the throw, Hp.Aër.20. 6 break in, burst in, στέγῃ S.OT1262; πύλαις E.Ph.1146; εἰς τὴν θύραν κριηδόν Ar.Lys.309; intrude, εἰς τὸ ἀρχεῖον Arist.Pol.1270b9: abs., A.Ag.1350; ἐμπεσών violently, rashly, Hdt.3.81. 7 εἴς τι fall within the province of, Pl.Tht. 205d; εἰς τὰς εἰρημένας αἰτίας Arist.Metaph.986a15, cf.Rh.1401b29, Ph.196b9; εἰς ἄλλο πρόβλημα Id.Pol.1268b25. b of income, εἰς τὸν λόγον τινὸς ἐ. PLille 16.5 (iii B.C.), cf. POxy.494.21 (ii A.D.). c of suits, come before, εἰς δικαστῶν πλῆθος Arist.Pol.1300b35, cf. Plu. Sol.18. 8 ἐ. εἰς δεσμωτήριον to be thrown into prison, Din.2.9, cf.D.25.60(abs., get into prison, Luc.Tox.28); εἰς ζήτρειον Eup.19 D.; so ἐ. εἰς τὸν Τάρταρον Pl.Phd.114a: Com., εἰς τὸν οὐρανόν Com.Adesp. 9D. 9 of circumstances, happen, occur, Paus.7.8.4. 10 desert, πρός τινα LXX 4 Ki.25.11.
German (Pape)
[Seite 813] (s. πίπτω), hinein-, darauffallen; τὸ δὲ τρύφος ἔμπεσε πόντῳ Od. 4, 508; πῦρ ἔμπεσε νηυσίν, Feuer fiel in die Schiffe, wie ὕλῃ Il. 11, 155; στέγῃ, ins Haus, Soph. O. R. 1262; ὁ πύργος ἐμπέσοι γέ σοι Ar. Plut. 180; εἰς ἀλλήλας Nubb. 378; εἰς τὸ πῦρ Plat. Tim. 79 e; εἰς τάφρους Xen. Cyr. 3, 3, 64; εἰς φρέατά τε καὶ πᾶσαν ἀπορίαν Plat. Theaet. 174 c; so oft übertr., in Etwas gerathen, bes. ins Unglück od. in unangenehme Lage, u. unvermuthet; εἰς ἄτας Soph. Tr. 1243; ἐς άνάγκης ζεύγματα Eur. I. A. 443; εἰς φαῦλον σκέμμα Plat. Rep. IV, 435 c; εἰς θαυμαστὸν λόγον Legg. X, 888 d; εἰς φλυαρίαν Parm. 130 d; εἰς δικαστήριον Rep. VIII, 553 b; εἰς δίνην, λαβύρινθον, in einen Strudel gerathen, Crat. 439 c Euthyd. 291 b; εἰς ἔριν, in Streit ge »rathen, Eur. I. A. 377. Auch ἐν ἀπορίᾳ ἐμπεπτωκέναι, in eine Verlegenheit gerathen sein, Plat. Euthyd. 292 c; ἐν τοιούτῳ χωρίῳ (auch hier das perf.) Xen. Hell. 4, 5, 5; ἐπὶ συμφορήν Her. 7, 88; εἰς ἔρωτα Antiphan. Ath. II, 38 b; πρὸς ἔρωτά τινος, in Liebe zu Etwas verfallen, Luc.; εἰς ἐλπίδα Philem. inc. 69. – Auch umgekehrt, κἂν περὶ ἀνδρῶν γ' ἐμπέσῃ λόγος τις, wenn die Rede darauf kommen sollte, Ar. Lys. 858, wie Plat. Legg. VII, 799 d; Plut. Anton. 28. – Von Krankheiten, befallen, z. B. von der Pest, εἰς τὴν πόλιν ἐξαπιναίως ἐνέπεσε Thuc. 2, 48; νόσημα εἰς τὴν Ἑλλάδα Dem. 19, 259; aber εἰς νόσον ἐμπ., in eine Krankheit verfallen, Antiph. 1, 20; λοιμῶν ἐμπιπτόντων Plat. Legg. IV, 709 a; ähnl. ὕπνος ἐμπίπτει Tim. 45 e. Uebertr. auf Affecte, ἐπεὶ χόλος ἔμπεσε θυμῷ Il. 9, 436, Zorn ergriff sein Gentüth; δέος 17, 625; ἔρως στρατῷ Aesch. Ag. 332; φόβος, ταραγμός, Eur. Hipp. 1218 Hec. 857; φόβος εἰς τὸν νοῦν Philem. Stob. fl. 99, 5; vgl. Thuc. 2, 91. 4, 34; οἶκτος ἐμοὶ ἐμπέπτωκε Soph. Phil. 953; ζῆλος O. C. 946; ἔλεος ἐμπέπτωκέ τίς μοι Philippid. Ath. VI, 230 a; ἀσέβειαι Plat. Legg. X, 890 a; ἔρως φιλοσοφίας Rep. VI, 499 c; – ἃ εἰς τὴν αἴσθησιν ἐμπίπτει, was in die Sinne fällt, Plat. Rep. VII, 524 d; – εἰς δεσμωτήριον Din. 2, 9 Dem. 25, 60 u. A., ins Gefängniß geworfen werden; εἰς ζητρεῖον ἐμπεσών Eupol. bei E. M. 411, 35; – einfallen, einstürmen; ὑσμίνῃ Il. 11, 297; προμάχοισιν Od. 24, 526; αὐχένι ἔμπεσεν ἰός, der Pfeil drang in den Nacken. Vom Sturme, Hes. O. 509; τοῖς πολεμίοις Xen. u. A.; ohne Casus, blindlings hineinstürmen, Her. 3, 81; εἴς τινα, über Einen herfallen, Luc. u. a. Sp. – Bei Sp. oft vom plötzlichen Eintreten eines neuen Zustandes, Paus. 7, 8, 3. Vgl. ἐμπίτνω.