παραφέρω

From LSJ
Revision as of 19:38, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_3)

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραφέρω Medium diacritics: παραφέρω Low diacritics: παραφέρω Capitals: ΠΑΡΑΦΕΡΩ
Transliteration A: paraphérō Transliteration B: parapherō Transliteration C: parafero Beta Code: parafe/rw

English (LSJ)

poet. παρφέρω, fut.

   A παροίσω S.OC1675(lyr.) :—Pass., aor. 1 παροισθέντι· παρενεχθέντι, Hsch. :—bring to one's side, esp. of meats, serve, set before one, Hdt.1.119, X.Cyr.1.3.6, etc. ; π. ποτήρια Ar.Fr.466 ; πάρφερε τὸν σκύφον Sophr.15 ; τὰς κεφαλὰς π. exhibit them, Hdt.4.65 ; μάστιγάς τε καὶ κέντρα π. ἐς μέσον Id.3.130 :—Pass., to be set on table, served, Id.1.133 ; τοῦ ἀεὶ παραφερομένου ἀπογεύονται Pl.R.354b ; τὰ π. Luc.Merc.Cond.26.    2 bring forward, allege, cite, νόμον Antipho 3.4.8, cf. PFlor.48.8 (iii A.D.) ; π. καινὰ καὶ παλαιὰ ἔργα Hdt.9.26; λόγους E.IA981, cf. S.OC1675 (lyr.); π. αὑτὸν ἐν σκώμματος μέρει Aeschin.1.126, cf. 132 ; πίστεις π. τοῦ μὴ . . D.H.7.27 ; μάρτυρα Eust.ad D.P.306, cf. PAmh.2.81.12 (iii A.D.), etc.    3 hand over, ξύνθημα παρφέροντι ποιμέσιν λόχων E.Ph.1140.    4Pass., come up, hasten along, Arist.HA534a3.    II carry beside, [λαμπάδας] ἵπποις E.Hel.724.    III carry past or beyond, Pl.R.515a, etc. ; π. τὴν χεῖρα wave the hand, of gesture in speaking, D.18.232 ; π. τὸν βραχίονα παρὰ τὰς πλευράς swing it in a vertical plane parallel to the sides, opp. lifting the elbow outwards, Hp.Art.12 :—Pass., to be carried past or beyond, Th.4.135 ; δρόμῳ παρενεχθέντας Plu.Mar.35, cf.Sull.29 ; πρὸς κοντὸν π. Id.Dio 25 ; τοῦ χειμῶνος παραφερομένου while it was passing, Id.Pel.10.    2 turn aside or away, ἑκάστου π. τὴν ὄψιν X.Cyn.5.27 ; π. τοὺς ὑσσούς put them aside, Plu.Cam.41 ; put away, avert, ποτήριον ἀπό τινος Ev.Marc.14.36 ; but also, turn towards an object, κάτω ὁρᾶν καὶ μηκέτι παρενεγκεῖν τὸν ὀφθαλμόν Luc.DMeretr. 10.2 ; τὴν αὐτὴν αἴσθησιν παραφέρω πρὸς ἑκάτερον Dam.Pr.414.    3 Pass., move in a wrong direction, of paralysed limbs, τὸ παραφερόμενον Arist. EN1102b22 ; π. ἐν ταῖς χερσίν, of feigned madness, LXX 1 Ki. 21.13 ; π. τοῖς σκέλεσι, of a drunken man, D.L.7.183 ; τὸ βλέμμα παρενήνεκται is distorted, Phryn.PSp.112B.    4 mislead, lead astray, Plu.2.41d :—Pass., παραφέρεσθαι τῷ τέρποντι πρὸς τὸ βλάπτον ib.15d ; err, go wrong, Pl.Phlb.38d, 60d ; ἴσως μὲν ἀληθοῦς τινος ἐφαπτόμενοι, τάχα δ' ἂν καὶ ἄλλοσε -φερόμενοι Id.Phdr.265b ; παρενεχθείς (sc. τῆς γνώμης) mad, Hp.Prorrh.1.21.    5 change, γνώμην alter the text of a decree, App.BC3.61 ; παρενεχθέντος τοῦ ὀνόματος ib.2.68 ; π. τὸ πεπρωμένον Id.Syr.58.    IV sweep away, of a river, Plu.Tim. 28, cf. D.S.18.35 (Pass.) ; τοῦ χρόνου καθάπερ ῥεύματος ἕκαστα π. Plu. 2.432b :—Pass., to be carried away, σέ, Βάκχε, φέρων ὑπὸ σοῦ τἄμπαλι παρφέρομαι AP11.26 (Marc.Arg.).    V let pass, τὰς ὥρας παρηνέγκατε τῆς θυσίας Orac. ap. D.21.53 ; let slip, τὸ ῥηθέν Plu.Arat.43 :— Pass., slip away, escape, X.Cyn.6.24.    VI overcome, excel, τινά τινι Luc. Charid.19.    B intr., to be beyond or over, ἡμερῶν ὀλίγων παρενεγκουσῶν, ἡμέρας οὐ πολλὰς παρενεγκούσας, a few days over, more or less, Th.5.20, 26.    2 differ, vary, as dialects, Xanth.1 ; to be altered, παρενεγκόντος τοῦ ὀνόματος Conon46.4 ; παραφέροντα ἢ κατ' ἄλλον τρόπον διαλλάττοντα Phld.Sign.20 ; π. παρά τι differ from... D.C.59.5 ; πρὸς τὴν ἀλήθειαν Eun.Hist.p.237 D.

German (Pape)

[Seite 506] (s. φέρω), 1) daneben, hinzubringen; ξύνθημά τινι, überbringen, Eur. Phoen. 1140; bes. Speisen auftragen, vorsetzen, Ar. Equ. 1220; πολλὰ αὐτῷ παραφέρειν θήρεια καὶ τῶν ἡμέρων, Xen. Cyr. 1, 3, 6, vgl. 2, 2, 4; Ath. IX, 380 d; u. pass. aufgetischt werden, Her. 1, 133; τοῦ ἀεὶ παραφερομένου ἀπογεύονται, Plat. Rep. I, 354 b; – vortragen, λαμπάδας, Eur. Hel. 727; – λόγους, Reden vorbringen, vortragen, Eur. I. A. 981; ἐν πυμάτῳ δ' ἀλόγιστα παροίσομεν, Soph. O. C. 1671; als Grund beibringen, anführen, Her. 9, 26; νόμον, Antiph. 3 δ 8; χαίρουσι τὴν Σιμωνίδου ξυνουσίαν παραφέροντες, Plat. Ep. VII, 311 a; πίστεις παραφέροντες τοῦ μὴ βεβαίως αὐτοὺς διηλλάχθαι, D. Hal. 7, 27; a. Sp. – 2) vorübertragen, Plat. Rep. VII, 515 a, dem παραφέρειν παρὰ τὸ τειχίον entsprechend; u. pass. vorübergetragen werden, vorbeifahren, vorbeigehen, Plut. Sull. 29, τοὺς διώκοντας ἔλαθε δρόμῳ παρενεχθέντας Mar. 35, ἔτι τοῦ πρώτου παραφερομένου δεύτερον ἐπῆγεν ἡ τύχη χειμῶνα Pelop. 10, vorübergehen; Sp.; – τὴν ὄψιν τινός, das Gesicht wovon abwenden, Xen. Cyn. 5, 27; παραφέρειν τὸν ὀφθαλμόν, Luc. D. Mer. 10, 2; von Etwas ab- und wo anders hinwenden, τὸν λόγον, Plut. Pelop. 9 u. a. Sp.; wie ein Strom von der Seite wegreißen, fortführen, M. Ant. 12, 14; Plut. Timol. 28, πολλοὺς ὁ ποταμὸς πα ραφέρων ἀπώλλυε, u. übertr.; vgl. noch Luc. Tim. 44; pass., Arist. H. A. 4, 8 u. Sp., οἱ πλεῖστοι παρενεχθέντες ἐπὶ πολὺν χρόνον ὑπὸ τῶν ἐν τῷ ποταμῷ θηρίων κατεβρώθησαν, D. Sic. 18, 35; – falsch vorbringen, δευρὶ τὴν χεῖρα ἀλλὰ μὴ δευρὶ παρήνεγκα, Dem. 18, 232; bes. vom rechten Wege abführen, verleiten, im pass. von dem Wahren abirren, ἴσως μὲν ἀληθοῦς τινος ἐφαπτόμενοι τάχα δ' ἂν καὶ ἄλλοσε παραφερόμενοι, Plat. Phaedr. 265 b; τοιαύτῃ πάμπολυ παρηνέχθημεν, Polit. 275 a; Phil. 60 d u. Sp.; οἱ τῆς 'Αρισ τίππ ου παρενεχθέντες αἱρέσεως, Ath. XIII, 565 d. – In B. A. 65 wird τὸ βλέμμα παρενήνεκται erkl. ἐπὶ τῶν μὴ καθεστώτων τὴν διάνοιαν, von dem irren Blicke des Wahnsinnigen; so παρενεχθείς, sc. τῆς γνώμης, verrückt, Hipp. – 3) vorübergehen u. unbeachtet lassen, verabsäumen, ὅτι τὰς ὥρας παρηνέγκατε τῆς θυσίας, Dem. 21, 53; τὸ ῥηθέν, Plut. Arat. 43; auch intrans. vorübergehen, παρενεγκουσῶν ἡμερῶν ὀλίγων, Thuc. 5, 20, Schol. erkl. παρελθουσῶν, vgl. 5, 26; εὑρήσει τις τοσαῦτα ἔτη καὶ ἡμέρας οὐ πολλὰς παρενεγκούσας, wenige Tage darüber oder darunter. – Daher auch = sich unterscheiden, τούτων ἡ γλῶσσα ὀλίγον παραφέρει, D. Hal. 1, 28; τὰ Τιβερίου ἔργα τοσοῦτον παρὰ τὰ τοῦ Γαΐου παρενεγκεῖν, D. Cass. 59, 5; auch παρενεγκόντος τοῦ ὀνόματος, mit verändertem Namen, Conon. 26. – 4) übertreffen, Luc. Charid. 19 u. a. Sp.