πατάσσω
English (LSJ)
Ep. impf.
A πάτασσον Il.7.216 : fut. -άξω Ar.Lys.657, Ra. 646, Arist. Mete.371b9 : aor. ἐπάταξα Thgn. 1199 :—Pass., aor. ἐπατάχθην Luc.Anach. 3,40, Ach. Tat.7.4 : fut. παταχθήσομαι Luc.Fug.14 : pf. πεπάταγμαι (ἐκ-) Od.18.327 (elsewh. Hom. has only pres. and impf.) : Att. and LXX mostly fut. and aor. Act. (τύπτω and πλήσσω being used in other tenses) : I intr. in Hom., beat, knock, θυμὸς ἐνὶ στήθεσσι πάτασσεν Il.7.216 ; πάτασσε δὲ θυμὸς ἑκάστου 23.370 ; ἐν δέ τέ οἱ κραδίη στέρνοισι πατάσσει 13.282, cf. Arr.Cyn.15. II with acc. of the thing set in motion, strike, smite, [ξίφος] πάταξον εἰς ἄκρον πόδα S. Ph.748 ; πρὸς κίονα νῶτον π. E.HF1007 : c. acc. cogn., π. πληγήν Pl. Grg.527c, cf. Lg.879e : abs., or with acc. of person or thing struck, ὁ πατάξας the man who struck the blow, Antipho 4.3.4, Th.8.92 ; ἐὰν μὲν τὸν ἄρχοντα πατάξῃ τις D.21.33 ; of a deadly blow, ἐὰν λίθος . . ἢ σίδηρος πατάξῃ Id.23.76 ; sting, of a bee, Ach. Tat.2.7 ; of lightning, strike, Arist.l.c. ; π. τινὰ δορί E.Ph.1463 ; πύξ Ar.Ra.548, cf. Eq. 1130 (lyr.) : freq. in phrase πατάξαι θύραν, v. θύρα :—Pass., ὁ μηρὸς πατασσέσθω Luc.Rh.Pr.19. b smite, slaughter, LXX Jd.9.43, al. : simply, kill, ib. 1 Ki.17.9,al. c afflict, visit, πατάξαι σε Κύριος παραπληξίᾳ ib.De.28.28, cf. IG12(9).1179.23 (Euboea, ii A. D.). 2 metaph., ἄτῃ πατάξαι θυμόν S.Ant.1097 ; πόθος καρδίαν π. Ar.Ra.54 (also μοι κραδίην ἐπάταξε ὅττι . . Thgn.l.c.) ; πατάξω . . μεγάλοις ποτηρίοις Timocl.20 ; cf. παίω 1.6.
German (Pape)
[Seite 534] 1) schlagen, klopfen; Ἕκτορι θυμὸς ἐνὶ στήθεσσι πάτασσεν, ihm pochte das Herz im Busen, Il. 7, 216, vgl. 23, 370; eben so κραδίη στέρνοισι πατάσσει, 13, 282. – 2) klappen, klatschen, in die Hände, Sp. – 3) trans. schlagen, verwunden, wie πλήσσω, bes. im act., vgl. Lys. 4, 15; Valck. Her. 5, 120; so Soph. πάταξον εἰς ἄκρον ποδα, Phil. 748; πατάξαι Πολυνείκη δορί, Eur. Phoen. 1472; Ar. Equ. 1130 Lys. 312; τὴν θύραν, an die Thür pochen, Ran 38; ὁ πατάξαι δεινότατος ἐν μάχῃ, Plat. Rep. I, 333 e; τὸν ἀνοίξαντα πατάξαντες ἀπέκτειναν, Pol 8, 31, 8; vom einschlagenden Blitze, Arist. meteor. 3, 1. – Das pass. nur bei Sp., παταχθεὶς τὰς χεῖρας Anacr. 33, 4, τῷ λόγῳ ὥςπ ερ ὑπὸ μύωπος παταχθείς Ach. Tat. 7, 3 (att. dafür πληγῆναι).