ἔμπλεος
English (LSJ)
α, ον, Att. ἐμπλέως, ων, Ep. ἔμπλειος, ἐνίπλειος, η, ον, Od. (v. infr.); later ἐνίπλεος A.R.3.119, Orph.L.192: heterocl. acc. ἔμπλεα (fem.) Nic.Al.164:—
A quite full of a thing, γαστέρα . . ἐμπλείην κνίσης τε καὶ αἵματος Od.18.118; Φαρέτρην ἰῶν ἐμπλείην 22.3; σκύφος. . οἴνου ἐνίπλειον 14.113; δῶμα . . ἐνίπλειον βιότοιο 19.580; κύων . . ἐνίπλειος κυνοραιστέων 17.300; λέβητες κρεῶν . . ἔμπλεοι Hdt.1.59, cf. 2.62, Hp.Epid.6.4.8; γῆς ἢ κόπρου ἔμπλεων Pl.Tht.194e. 2 of persons, δυσκολίας ἔ. Id.R.411c; πάσης πονηρίας Plb.27.15.6, etc. 3 in full measure, complete, ἔμπλεα καὶ ὁλόκληρα καὶ τέλεα προσάγοντες Ph.1.185; f.l. for ἔμπεδος in Orph.Fr.261.
German (Pape)
[Seite 814] α, ον, att. ἔμπλεως, ων, ep. ἔμπλειος u. ἐνίπλειος, angefüllt; τινός, womit; λέβητες κρεῶν καὶ ὕδατος Her. 1, 59; Plat. Phaed. 110 c u. A.; ὁ ὀφθαλμὸς ὄψεως ἔμπλεως ἐγένετο Plat. Theaet. 156 e; πεδίον δένδρων Xen. An. 1, 2, 22. – Im prägnanten Sinne Soph. Tr. 1016; σοί τε γὰρ ὄμμα ἔμπλεον ἢ δι' ἐμοῦ σώζειν, wo der Schol. erkl. ὀξύτερόν σοι τὸ ὄμμα πρὸς τὸ σώζειν τὸν πατέρα μᾶλλον ἢ δι' ἐμοῦ, frisch u. voll.