δίκη
English (LSJ)
[ῐ], ἡ,
A custom, usage, αὕτη δ. ἐστὶ βροτῶν this is the way of mortals, Od.11.218; ἡ γὰρ δ. ἐστὶ γερόντων 24.255, etc.; ἥ τ' ἐστὶ δ. θείων βασιλήων 4.691; ἡ γὰρ δμώων δ. ἐστίν 14.59, etc.; ἡ γὰρ δ., ὁππότε . . this is always the way, when... 19.168 (so in late Prose, ἥπερ ἱππομαχίας δ. Arr.An.3.15.2); δίκαν ἐφέπειν τινός to imitate him, Pi.P.1.50; δ. ἐπέχειν τινός to be like... Anon.Lond.6.18; normal course of nature, ἐκ τουτέων ὁ θάνατος οὐ γίνεται κατά γε δίκην, οὐδ' ἢν γένηται Hp.VC3: hence, 2 adverb. in acc. δίκην, in the way of, after the manner of, c. gen., λύκοιο Pi.P.2.84; πώλου S. Fr.659; τοξότου Pl.Lg.705e; in later Prose, Arist.Mu.395b22, Luc. Dem.Enc.31, Alciphr.1.6, etc.: mostly of living creatures or persons, but also of things, as δίκην ὕδατος, ἀγγείου, A.Th.85 (lyr.), Pl. Phdr.235d. II order, right, μή τι δίκης ἐπιδευές nothing short of what is fit, Il.19.180; opp. βία, might, 16.388; opp. σχέτλια ἔργα, Od.14.84; personified, Hes.Th.902, A.Th.662, etc.; Δίκης βωμός Id.Ag.383 (lyr.), Eu.539 (lyr.); Truth, Pi.P.8.71. 2 δίκη ἐστί, = δίκαιόν ἐστι, A.Ag.259, cf. 811, Eu.277. 3 Adverb. usages, δίκῃ duly, rightly, Il.23.542, Pl.Criti.112e; ἐν δίκᾳ Pi.O.6.12, cf.S.Tr.1069, etc.; σὺν δίκῃ Thgn.197, Pi.P.9.96, A.Th.444, etc.; κατὰ δίκην Hdt. 7.35, E.Tr.888, etc.; μετὰ δίκης Pl.Lg.643e; πρὸς δίκης S.OT1014, El.1211 (but πρὸς δίκας on the score of justice, Id.OC546 (lyr.)); διαὶ δίκας A.Ch.641; ἐκ δίκης Herod.4.77: opp. παρὰ δίκαν Pi.O.2.18, etc.; ἄνευ δίκης A.Eu.554; πέρα δίκης Id.Pr.30; βίᾳ δίκης Id.Supp.430 (lyr.); δίχα δίκης without trial, Plu.Ages.32; πρὸ δίκης in preference to legal proceedings, Th.1.141. III judgement, δίκην ἰθύντατα εἰπεῖν give judgement most righteously (cf. ἰθύς), Il.18.508: esp. in pl., Λυκίην εἴρυτο δίκῃσί τε καὶ σθένεϊ ᾧ 16.542; περὶ οἶδε δίκας Od.3.244, etc.; δίκαι σκολιαί Hes.Op.219,250; κρῖνε εὐθεῖαν δίκην A.Eu.433. IV after Hom., of proceedings instituted to determine legal rights, hence, 1 lawsuit, Pl.Euthphr.2a, D.18.210, etc.; prop. private suit or action, opp. γραφή (q. v.), Lys.1.44, etc.; ἐκαλοῦντο αἱ γραφαὶ δίκαι, οὐ μέντοι αἱ δίκαι καὶ γραφαί Poll.8.41; οἱ δίκην ἔχοντες the parties to a suit, IG7.21.8 (Megara), cf. Plu.Cic. 17. 2 trial of the case, πρὸ δίκης Is.5.10, etc.; μέχρι τοῦ δίκην γενέσθαι Th.2.53; court by which it was tried, ἐν ὑμῖν ἐστι καὶ τῇ δίκῃ Antipho 6.6. b δίκην εἰπεῖν to plead a cause, X.Mem.4.8.1; δ. μακρὰν λέγειν Ar.V.776, cf. Men.Epit.12. 3 the object or consequence of the action, atonement, satisfaction, penalty, δίκην ἐκτίνειν, τίνειν, Hdt.9.94, S.Aj.113: adverbially in acc., τοῦ δίκην πάσχεις τάδε; A.Pr.614; freq. δίκην or δίκας διδόναι suffer punishment, i. e. make amends (but δίκας δ., in A.Supp.703 (lyr.), to grant arbitration); δίκας διδόναι τινί τινος Hdt.1.2, cf. 5.106; ἔμελλε τῶνδέ μοι δώσειν δίκην S.El.538, etc.; also ἀντί or ὑπέρ τινος, Ar.Pl. 433, Lys.3.42; also δίκην διδόναι ὑπὸ θεῶν to be punished by... Pl. Grg.525b; but δίκας ἤθελον δοῦναι they consented to submit to trial, Th.1.28; δίκας λαμβάνειν sts. = δ. διδόναι, Hdt.1.115; δίκην ἀξίαν ἐλάμβανες E.Ba.1312, Heracl.852; more freq. its correlative, inflict punishment, take vengeance, Lys.1.29, etc.; λαβεῖν δίκην παρά τινος D.21.92, cf.9.2, etc.; so δίκην ἔχειν to have one's punishment, Antipho 3.4.9, Pl.R.529c (but ἔχω τὴν δ. have satisfaction, Id.Ep.319e; παρά τινος Hdt.1.45); δίκας or δίκην ὑπέχειν stand trial, Id.2.118, cf. S. OT552; δίκην παρασχεῖν E.Hipp.50; θανάτου δίκην ὀφλεῖν ὑπό τινος to incur the death penalty, Pl.Ap.39b; δίκας λαγχάνειν τινί D.21.78; δίκης τυχεῖν παρά τινος ib.142; δίκην ὀφείλειν, ὀφλεῖν, Id.21.77, 47.63; ἐρήμην ὀφλεῖν τὴν δ. Antipho 5.13; δίκην φεύγειν try to escape it, be the defendant in the trial (opp. διώκειν prosecute), D. 38.2; δίκας αἰτέειν demand satisfaction, τινός for a thing, Hdt.8.114; δ. ἐπιτιθέναι τινί Id.1.120; τινός for a thing, Antipho 4.1.5; δίκαι ἐπιφερόμεναι Arist.Pol.1302b24; δίκας ἀφιέναι τινί D.21.79; δίκας ἑλεῖν, v. ἔρημος 11; δίκην τείσασθαι, v. τίνω 11; δὸς δὲ δίκην καὶ δέξο παρὰ Ζηνί h.Merc.312; δίκας διδόναι καὶ λαμβάνειν παρ' ἀλλήλων, of communities, submit causes to trial, Hdt.5.83; δίκην δοῦναι καὶ λαβεῖν ἐν τῷ δήμῳ X.Ath.1.18, etc.; δίκας δοῦναι καὶ δέξασθαι submit differences to a peaceful settlement, Th.5.59. V Pythag. name for three, Plu.2.381f, Theol.Ar.12; for five, ib.31. (Cf. Skt. diś-, diśā 'direction', 'quarter of the heavens'.)
German (Pape)
[Seite 628] ἡ, die Sitte, der Brauch, die Weise, das Recht; wahrscheinlich verwandt mit δείκνυμι, Wurzel Δικ-, vgl. das Latein. indĭco, dīco. – 1) die Sitte, der Brauch, die Weise, das Herkommen : ἥ τ' ἐστὶ δίκη βασιλήων Od. 4, 691; αὕτη δίκη ἐστὶ βροτῶν, ὅτε κέν τε θάνωσιν, das ist die Art und Weise, das Geschick der Sterblichen, 11, 218; δίκη δμώων, μνηστήρων, θεῶν, γερόντων, das eigenthümlich, herkömmlich den Sklaven, Greifen etc. Zukommende, Od. 14, 59. 18, 275. 19, 43. 24, 255; ἡ γὰρ δίκη, ὁππότε, so pflegt es zu gehen, wenn, 19, 168; ᾗπερ ἱππομαχίας δίκη Arr. An. 3, 15, 2. – Dah. δίκην, adv., nach Art u. Weise, wie; bes. bei Vergleichen mit lebenden Wesen, λακοιο δίκαν, wie ein Wolf, nach Wolfesart, Pind. P. 2, 84, der vollständiger τὰν Φιλοκτήταο δίκαν ἐφέπων ἐστρατεύθη 1, 50 sagt, Schol. τρόπον μετερχόμενος seine Weise befolgend , wie Philoktet; κυνός, ἀγγέλου, ναυτίλων, Aesch. Ag. 3 Ch. 193. 200; πώλου δ. Soph. frg. 597; πολεμίων Eur. Hec. 1162; ὄρνιθος, βοσκημάτων, τοξότου, Plat. Phaedr. 249 d Rep. IX, 586 a Legg. IV, 705 e; seltener bei leblosen Dingen, wie ὕδατος, ὀνειράτων, κύματος, Aesch. Spt. 85 Ag. 477. 1154; ἀγγείου δίκην πεπληρῶσθαι Plat. Phaedr. 255 d; κρατῆρος δ. Legg. VI, 773 c; τυμπάνων Strab. XI p. 506; – κατά γε δίκην, Hippocr., gehörig. – 2) die Gerechtigkeit, personificirt als T. des Zeus u. der Themis, Hes. To. 902 u. a. D., bes. Tragg.; das göttliche u. menschliche Recht, θεῶν, δαιμόνων, Soph. Ant. 366. 912; der βία entgegengesetzt, Il. 16, 388; vgl. Od. 14, 84; Hes. O. 973; δίκης ἐπιδευές, des Rechts ermangelnd, es entbehrend, Il. 19, 180; δίκην ἰθαντατα εἰπεῖν, am besten Recht sprechen, 18, 508; δίκας λαοῖς εὐθανειν Pind. P. 4, 153; πειραίνειν I. 7, 24; δίκην παραβαίνειν, μιαίνειν, Aesch. Ag. 763. 1654; ἔξω τῆς δίκης βαίνειν Plat. Legg. IX, 876 e; vgl. Eur. Andr. 788. – Als adverbiale Vrbdgn merke man: ἐν δίκῃ, im Recht, gerecht; Soph. Tr. 1 958; Pind. Ol. 6, 12 u. öfter; Plat. Phaedr. 266 a Legg. XII, 945 d; σὺν δίκῃ, Aesch. Spt. 426; Soph. Tr. 978; Pind. P. 9, 99; Her. 1, 115; und eben so δίκῃ, Il . 23, 549; Soph. El. 70, öfter; Plat. Critia. 112 e; μετὰ δίκης, Legg. I, 643 e; κατὰ δίκην, Eur. Tr. 887; Plat. Legg. III, 696 d; διὰ δίκης πᾶν ἔπος ἔλακον Aesch. Ch. 776; πρὸς δίκης, Soph. Bl. 1202; der Ggstz ist παρὰ δίκην , Pind. Ol. 2, 18 I. 6, 47; Plat. Legg, VI, 757 e; ἄνευ δίκης , Aesch. Eum. 554; ἄτερ δίκης, Suppl. 703; βίᾳ δίκης, 430; πέρα δίκης, Soph. El. 511; δίχα δίκης, Plut. Ages. 32. – Im plur. bei Hom. = Rechtspflege; Λυκίην εἴρυτο δίκῃσί τε καὶ σθένεϊ ᾡ, Il. 16, 542; (Νέστωρ) πηρίοιδε δίκας ἠδὲ φρόνιν ἄλλων Od. 3, 244; vgl. 9, 215. 11, 570. So δίκαι σκολιαί, ungerechte Verwaltung des Rechts, Hes. O. 217. – 3) Rechtsfache, Proceß; δίκην κρίνειν, Aesch. Eum. 411. 446; Soph. Phil. 1850 u. A.; δίκην δικάζειν, Her. 3, 31 u. Folgde; δίκην κατ' ἄλλου ἀνδρὸς ἐψήφισαν Soph. Ai. 444; διὰ δίκης ἰὼν πατρί, anklagend, Ant. 738; die Vrbdgn ἐς δίκην ἄγειν, δίκην λαγχάνειν, αἱρεῖν, διώκειν, φεαγειν, ἐπεξέρχεσθαι s. unker diesen Verbis; δίκην ἔχειν, einen Proceß haben, verklagt sein, Plut. Mar. 6; – die Proceßhandlung selbst, τῇ προτεραίᾳ τῆς δίκης Plat. Phaed. 58 b; πρὸ δίκης, von gerichtlicher Entscheidung, Is. 5, 10; Plut. Fab. 9; μετὰ τὴν δίκην, Is. 5, 9; δίκη γίγνεται, die Sache kommt zur richterlichen Entscheidung, Thuc. 2, 53; – δίκην μακρὰν λέγειν Ar. Vesp. 777, wie oft bei Rednern; Xen. Mem. 4, 8, 1 δίκην εἰπεῖν, causam dicere, seine Sache vor Gericht führen. – Bei den Athenern ist δίκη in engerem Sinne u. im Ggstz von γρᾳφή = die Privatklage. Vgl. Meier u. Schömann Att. Proceß S. 165 ff, – 4) die richterliche Entscheidung, Strafe, Buße; am gewöhnlichsten δίκην δοῦναι, Aesch. Prom. 9 Soph. Ant. 228 Her. 1. 2 u. A., die Strafe leiden, die Buße entrichten; auch ὑφέξειν, Soph. O. R. 552; Eur. Hec. 1253; τίνειν, Soph. El. 290; ἐκτίνειν, Her. 9, 94; Plat. Phaedr. 249 a; auch im plur., τίνεις ματρὸς δίκας Aesch. Or. 530; δίκην διδόναι ὑπό τινος, bestraft werden, Plat. Gorg. 525 b; δίκην διδόναι καὶ λαμβάνειν παρ' ἀλλήλων Her. 5, 88, allgemeiner, Recht geben u. empfangen; bes. von den athenischen Bundesgenossen, welche nach Athen kamen u. dort ihre Processe führen u. entscheiden lassen mußten, wie δίκας διδόναι ἤθελον παρά τινι, sich einem Gerichte unterziehen, Thuc. 1, 28; δίκας τῶν διαφόρων ἀλλήλοις διδόναι καὶ δέχεσθαι 1, 140. Aber Her. 1, 115 ist δίκην ἔλαβε er erhielt seine Strafe; – αἰτεῖν δίκην τῆς ἁρπαγῆς, φυγῆς, τοῦ φόνου, 1, 2. 4, 164. 8, 114; δίκην ἑλέσθαι, ἔχειν, Genugthuung erhalten, haben, 9, 94; δίκην ἐπιθεῖναι, ὀφλεῖν u. ä. s. unter den entsprechenden Verbis.