μυρτίς
From LSJ
τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A = μύρτον 1, Diph.79 (pl.), Plb.12.2.3 (pl.), Gp.11.8 tit. (pl.). II = μυρτίδανον 11, Orib.Eup.2.1.
German (Pape)
[Seite 222] ίδος, ἡ, die Myrthenkrone; Diphil. bei Ath. II, 52 e; Pol. ib. XIV, 651 d.