συγκλάω
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → For extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable.
English (LSJ)
A break, break off, κλήματα Ar.Ec.1031, cf. Chaerem.14.13, Thphr.HP4.7.3; ὅπλον LXX Ps.45 (46).10; of a bad carver, mangle, τὰ μέρη Herm.in Phdr. p.189 A.; dub. sens. in Phld.Mus.p.23 K.:—Pass., of persons engaged in servile occupations, to be cramped or stunted, τὰς ψυχὰς συγκεκλασμένοι τε καὶ ἀποτεθρυμμένοι διὰ τὰς βαναυσίας Pl.R.495e; οἱ δοῦλοι . . κάμπτονται καὶ συγκλῶνται Id.Tht.173a; of lines, Arist. Pr.892a15.
German (Pape)
[Seite 968] att. statt συγκλαίω. (s. κλάω), zusammenbrechen; πολλὰ κάμπτονται καὶ συγκλῶνται, Plat. Theaet. 173 a; τὰς ψυχὰς συγκεκλασμένοι, Rep. IV, 495 e; – intrans., gewaltsam zusammentreffen, Ath. XIII, 608 c.