θεάομαι
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
English (LSJ)
Ep. and Ion. θηέομαι (v. infr.), Dor. θᾱέομαι, Θάομαι (qq. v.), imper.
A θεῶ Ar.Ach.262; opt. θηοῖο (for Att. θεῷο) Il.24.418; part. θηεύμενος Hdt.7.146: Ion. impf. ἐθηεῖτο, ἐθηεῦντο, Id.1.10, 3.136; Ep. θηεῖτο Od.5.75, etc., θηεῦντο Il.7.444, al., ἐθηεύμεσθα Od.9.218, ἐθεῆτο Hp.Nat.Puer.13, θηέσκετο Poet. ap. Parth.21.2: fut. θεάσομαι [ᾱ], Ion. -ήσομαι: aor. ἐθεᾱσάμην, Ep. opt. θηήσαιο, θηήσαιτο, Od.17.315, 5.74; 3pl. ἐθηήσαντο Euph.51.15; Ion. inf. θεήσασθαι (v.l. θεάσ-) Hdt.1.8: Att. pf. τεθέαμαι X.Cyr.7.5.7: codd. of Hdt. vary betw. θεη- and θηη-: a rare Ion. contr. of θηη- to θη- is found in θησαίατ' Od.18.191, θησάμενος IG12.826:—gaze at, behold, mostly with a sense of wonder, θηεῦντο μέγα ἔργον Il.7.444, cf. Od.2.13; λαοὶ δ' αὖ θηεῦντό τε θάμβησάν τε Il.23.728, cf. Hdt.1.8,11, etc.; θ. τὰ καλά Democr.194; πάντες ὥσπερ ἄγαλμα ἐθεῶντο αὐτόν Pl.Chrm. 154c; θ. ὄμμασι E.Ion232 (lyr.); ζητεῖ τὸ κακὸν τεθεᾶσθαι Ar.Th.797 codd.; ἐθεᾶτο . . τὴν θέσιν τῆς πόλεως... ὡς ἔχοι reconnoitred it, Th.5.7; θ. κύκλῳ τὴν πόλιν X.Cyr.4.5.7: abs., θεᾷ; do you see? Men.Epit. 564. 2 of the mind, contemplate, τὸ ἀληθές Pl.Phd.84b, al. b see clearly, ἵν' ἴδητε καὶ θεάσησθε ὅτι . . D.4.3, cf. Pl.Prt.352a; with relat. clause, ὅση δεινότης ἦν ἐν τῷ Φιλίππῳ θεάσεσθε D.18.144. 3 view as spectators, esp. in the theatre, Isoc.4.44; οἱ θεώμενοι the spectators, Ar.Ra.2, cf.Nu.518, al. (but also, onlookers, bystanders, Antipho 3.3.7): metaph., θ. τὸν πόλεμον to be spectators of the war, Hdt. 8.116. 4 θ. τὸ στράτευμα to review it, X.Cyr.5.5.1. II Act. θεάω, late, Baillet Tombeaux des rois à Thèbes 1080: elsewh. in imper. θέα Them.Or.3.44b, Jul.Ep.89b, Hsch.: aor. ἐθεάθην in pass. sense, Ps. -Callisth.2.42, Ev.Marc.16.11, Ap.Ty.Ep.49, Just.Nov.133.3.1: pres. θεῶνται Philostr.Her.2.9. (Orig. prob. θᾱϝ έομαι and θᾱϝάομαι, cf. θαῦ-μα.)
German (Pape)
[Seite 1190] (vgl. θάομαι, θηέομαι), sehen, schauen, betrachten; θεᾶσθε πάντες ἄθλιον δέμας Soph. Tr. 1068; πάντα θεᾶσθ' ὄμμασι Eur. Ion 232; θεάσομαι Hipp. 661; bes. ein Schauspiel mit ansehen, dah. οἱ θεώμενοι, die Zuschauer, Ar. Nubb. 510 Plut. 798; ζητεῖ τὸ κακὸν τεθεᾶσθαι Th. 797; ὅκως ἐκείνην θεήσεαι γυμνήν Her. 1, 8; πόλεμον, den Krieg mit ansehen, 8, 116; πάντες ὥςπερ ἄγαλμα ἐθεῶντο αὐτόν Plat. Charm. 154 c; übertr., geistig betrachten, τὰ ὀνόματα Crat. 411 a, τὸ ἀληθὲς καὶ τὸ θεῖον Phaed. 84 a; θεῶ δὴ καὶ τὸ μετὰ ταῦτα ἑπόμενον Polit. 298 e; θεασάμενος, ὅτι οὕτως ἔχεις πρὸς τὸ ἀγαθόν Prot. 352 a. – Τὸ θεαθέν, das Gesehene, Thuc. 3, 38, ist f. l. für δρασθέν. – Bei Sp. finden sich einzelne Formen des Activs, bes. θέα, siehe. Die dor. Form s. unter θάομαι.