μοχθηρός
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ά, όν, also ός, όν E.Fr.875: (μοχθέω):—
A suffering hardship, in sore distress, wretched, of persons, A.Th.257; ὦ πόλλ' ἐγὼ μ. S.Ph.254; ὦ μόχθηρε σύ poor wretch! Ar. Ach.165, Ra.1175; ὦ μόχθηρε Pl.Phdr.268e; of conditions, μοχθηρῆς ἐούσης τῆς ζόης Hdt.7.46; μοχθηρὰ τλῆναι suffer hardships, A.Ch.752. Adv., σῶμα μοχθηρῶς διακείμενον in a bad way, Pl.Grg. 504e; ζῆν μ. ib.505a; μ. ἔχειν Arist.Pol.1254b1: Comp., μοχθηροτέρως ἔχειν Pl.R.343e: Sup. -ότατα, διακείμενοι Id.Erx.406. 2 in bad condition, βοῦς Ar.Eq.316; ἱμάτιον Cratin.207; μοχθηρότερα ἀποδιδόντες ἢ παρέλαβον τὰ ἱμάτια Pl.Men.91e; καταλαβὼν μοχθηρὰ τὰ πράγματα finding trade in a bad state, D.34.8; μ. ἐλπίδας ἔχειν Din. 1.107; μ. τραγῳδία Arist.Metaph.1090b20; ὕδατα Id.Pr.872a10; χρόα Id.HA616b12; ἀγωγή PTeb.24.57 (ii B. C.); of persons, inferior, μ. (v.l. πονηρ-) ἰατρός Antipho 4.2.4; also, of appearance, μοχθηρὸς τὴν ἰδέαν ugly, And.1.100; of arguments, unsound, fallacious, S.E.P.2.111; of persons, mistaken, Anon.Lond.27.24: so in Adv. -ρῶς, κρίνομεν S.E.M.7.210. II most freq. of persons, in moral sense, knavish, rascally, Th.8.73, etc.; ἐκ χρηστῶν καὶ γενναίων μοχθηροτάτους ἀπέδειξας Ar.Ra.1011, cf. Pl.Men.91e; τοὺς τρόπους μ. Ar.Pl.1003; of acts, etc., μ. τι πράσσειν Trag.Adesp.510; ὑφοψία μ. OGI315.58 (Pessinus, ii B. C.); ῥῆμα μ. SIG1175.5 (Piraeus, iv/iii B. C.); μοχθηρότερα λεγόντων X.HG1.4.13 (v.l. -ότερον Adv. Comp.).—Some Gramm. write μόχθηρος, πόνηρος in signf. 1, μοχθηρός, πονηρός in signf. 11, Ammon.Diff.p.94 V., Arc.71.16, but Hdn.Gr.1.197 (ap.Eust.341.14) argues that like other Adjs. in -ρος these words ought to be oxyt. in both senses. In the voc. the best codd. always give μόχθηρε, Ar.Ach. 165,Ra.1175, Pl.391; cf. πονηρός.
German (Pape)
[Seite 212] mühselig, kummervoll, elend; γυναικῶν οἷον ὤπασας γένος μοχθηρόν, Aesch. Spt. 239; πολλὰ καὶ μοχθήρ' ἀνωφέλητ' ἐμοὶ τλάσῃ, Ch. 741; ζῶ βίον μοχθηρόν, Soph. El. 589; Ar. Plut. 391; so auch in Prosa, ζόη, Her. 7, 46; ὦ μοχθηρέ, μελαγχολᾷς, Plat. Phaedr. 268 e. – Häufiger = schlecht, unbrauchbar; βοῦς, Ar. Equ. 316; μοχθηρὸν ῥῶ, Thesm. 781; bes. von sittlicher Schlechtigkeit. μοχθηρὸς τοὺς τρόπους, Plut. 1003; πολίτης, Equ. 1301, öfter, wie bei Plat., der es oft mit φαῦλος vrbdt; Gorg. 468 b; μετὰ μοχθηροῦ καὶ διεφθαρμένου σώματος, Crit. 47 e; μοχθηρὸς τὴν ψυχήν, Gorg. 511 a; Ggstz χρηστός, Polit. 308 c; μοχθηρότερα ἀποδιδόντες ἢ παρέλαβον τὰ ἱμάτια, Men. 91 a; ζῆν μοχθηρῶς, Gorg. 505 a; μοχθηρὸς τὴν ἰδέαν, Andoc. 1, 100; ἐλπίδες, Din. 1, 107, wie Pol. 5, 38, 8; πράγματα, schlechter Handel, schlechte Geschäfte, Dem. 34, 8; Arist. u. Folgde; ἔθη μοχθηρά, Pol. 1, 81, 10 u. öfter. – Nach Arcad. p. 71 wurde attisch in der ersten Bdtg μόχθηρος accentuirt wie πόνηρος, vgl. Ammon. p. 96. 116.