δύσφημος
οὐ παντὸς ἀνδρὸς ἐς Κόρινθον ἔσθ' ὁ πλοῦς → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth
English (LSJ)
Dor. -φᾱμος, ον,
A of ill omen, boding, Hes.Op.735; opp. εὔφημος, E.Andr. 1144, Pl.Hp.Ma.293a. Adv. -μως, ἱερουργεῖν Zen.4.95. II slanderous, shameful, ἔπη Thgn.307; λόγος Men. 715; abusive, Plu.Luc.18. Adv. -μως Phryn.PSp.62 B. III of ill fame, evil, κλέος Pi.N.8.37.
German (Pape)
[Seite 690] 1) von böser Vorbedeutung; Hes. O. 733; κραυγή Eur. Andr. 1145; Hec. 195; vgl. Plat. Hipp. mai. 293 a. – 2) κλέος, übler Ruf; Pind. N. 8, 37; schmähend, βλασφημίαι Hdn. 8, 5, 3; vgl. ὁ λοιδορῶν δυσφήμῳ λόγῳ Men. fr. inc. 169; Plut. Luc. 18.
Greek (Liddell-Scott)
δύσφημος: Δωρ. -φᾱμος, ον, κακὰ οἰωνιζόμενος, ἀπαίσιος, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 733· ἀντίθ. εὔφημος, Εὐρ. Ἀνδρ. 1144, κτλ. ΙΙ. κακολόγος, ὑβριστικός, ἔπη Θέογν. 307 Bgk., πρβλ. Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 169. ΙΙΙ. κακὴν ἔχων φήμην, κλέος Πίνδ. Ν. 8. 62.