ἐπαφρόδιτος
ἐνίοις τὸ σιγᾶν κρεῖττόν ἐστι τοῦ λαλεῖν → for some people silence is better than words (Menander)
English (LSJ)
ον, (Ἀφροδίτη)
A lovely, fascinating, charming, of persons, Hdt.2.135, Aeschin.2.42; of things, ἔπη καὶ ἔργα X.Smp.8.15 (Comp., codd.); ποίησις Isoc.10.65: Sup. -ότατος X.Hier.1.35. Adv. -τως, γράφειν D.H.Lys.11, cf. Alciphr.2.1, Philostr. VA6.3. II used to translate Sulla's epithet Felix, favoured by Venus, i.e. fortune's favourite (metaph. from the dice), Plu.Sull.34, App.BC1.97. III gracious, ἡγεμονία PRyl.77.36 (ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 907] liebreizend, liebenswürdig, anmuthig; von einer Frau, Her. 2, 135; ἄνθρωπ ος ἡδὺς καὶ ἐπ. Aesch. 2, 42; φιλία ἐπαφροδιτοτέρα Xen. Conv. 8, 15; Sulla nannte sich griechisch ἐπαφρόδιτος, felix, von der Aphrodite begünstigt, Plut. Sull. 34; App. B. C. 1, 97. – Adv., γράφειν ἡδέως καὶ ἐπαφροδίτως D. Hal. Lys. 11; ὑποδέχεσθαι τινα Alciphr. 2, 1; a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαφρόδῑτος: -ον, (Ἀφροδίτη) θελκτικός, ἐπίχαρις, κομψός, Λατ. venustus, ἐπὶ προσ., Ἡρόδ. 2. 135, Αἰσχίν. 33. 35· ἐπὶ πραγμ., Ξεν. Συμπ. 8, 15, Ἰσοκρ. 219A· ὑπερθ. -ότατος ὁ αὐτὸς ἐν Ἱέρωνι 1. 35: - Ἐπίρρ. ἐπαφροδίτως, γράφειν ἡδέως καὶ κεχαρισμένως καὶ ἐπαφροδίτως Διον. Ἁλ. π. Λυσίου 11, σ. 477. 8. II. ἐν χρήσει πρὸς μετάφρασιν τοῦ ἐπιθέτου τοῦ Σύλλα Felix, εὐνοούμενος ὑπὸ τῆς Ἀφροδίτης, ὅ ἐ. ὁ εὐνοούμενος τῆς τύχης (μεταφ. ἐκ τοῦ παιγνιδίου τῶν κύβων), Πλουτ. Σύλλ. 34, πρβλ. Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 97. III. ὡς κύριον ὄνομα ἐνίοτε συναιρεῖται εἰς τὸ Ἐπαφρᾶς, ᾶ, ἴδε Βεντλέϋον ἐν Ἐπιστολῇ πρὸς Mill. σ. 82 (347).