ἀκκισμός
From LSJ
English (LSJ)
ὁ,
A prudery, Philem.4.14, Luc.Am.4, Philostr.Ep.35, Hld.6.4.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκκισμός: προσποίησις ἀδιαφορίας, σεμνοτυφία, ψευδοκοσμιότης, Φιλήμ. ἐν «Ἀδελφοῖς» 1.14· πρβλ. ἀκκίζομαι.
Full diacritics: ἀκκισμός | Medium diacritics: ἀκκισμός | Low diacritics: ακκισμός | Capitals: ΑΚΚΙΣΜΟΣ |
Transliteration A: akkismós | Transliteration B: akkismos | Transliteration C: akkismos | Beta Code: a)kkismo/s |
ὁ,
A prudery, Philem.4.14, Luc.Am.4, Philostr.Ep.35, Hld.6.4.
ἀκκισμός: προσποίησις ἀδιαφορίας, σεμνοτυφία, ψευδοκοσμιότης, Φιλήμ. ἐν «Ἀδελφοῖς» 1.14· πρβλ. ἀκκίζομαι.