παλινῳδία
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
ἡ,
A palinode, recantation, first used of an ode by Stesichorus, in which he recanted his attack upon Helen, Isoc.10.64, Pl.Ep.319e, Phdr.243b. 2 generally, recantation, ib.257a, Cic.Att.4.5.1, Ph.1.260, Plu.Alex.53.
German (Pape)
[Seite 451] ἡ, das Widerrufen eines Gesanges, der Widerruf, Plat. Phaedr. 257 a; Plut. Alex. 53, wo es ein Tadeln des früher Gelobten ist; παλινῳδία τῶν λόγων πρὸς τὸ ἐναντίον, Luc. Pisc. 35; eine Palinodie des Stesichorus, zum Lobe der früher von ihm getadelten Helena erwähnt Isocr. 10, 64.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλῐνῳδία: ἡ, ὄνομα ὅπερ ὁ Στησίχορος πρῶτος ἔδωκεν εἰς ᾠδήν τινα αὐτοῦ, δι’ ἧς ἀνεκάλει τὰς προηγουμένας αὐτοῦ κατὰ τῆς Ἑλένης βλασφημίας, Ἰσοκρ. 218Ε, Πλάτ. Ἐπιστ. 319Ε, κτλ., ἴδε Kleine Stesich. σελ. 96 κἑξ.· οὕτως ἡ τοῦ Ὀρατίου ᾠδὴ 1. 16, εἶναι παλινῳδία τῶν Ἐπῳδῶν 5 καὶ 17· - ἀκολούθως καθόλου, παλινῳδία ὡς καὶ νῦν, Πλάτ. Φαῖδρ. 243Β, 257Α, Πλουτ. Ἀλέξ. 53. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παλινῳδίαν· ᾠδὴν τῇ προτέρᾳ ἐναντίαν. ἢ δόγμα τῷ πρῴην ἐναντίον». ΙΙ. τὸ κατ’ ἐπανάληψιν ᾄδειν, ἐπανάληψις, Κλήμ. Ἀλ. 289.