ἀπάθεια
Υἱῷ μέγιστον ἀγαθόν ἐστ' ἔμφρων πατήρ → Prudente patre bonum non maius filio → Dem Sohn ist ein verständiger Vater größtes Gut
English (LSJ)
[πᾰ], ἡ,
A impassibility, of things, opp. πάθος, Arist.Ph.217b26, Metaph.1046a13: pl., opp. πάθη, Epicur.Ep.1p.25U., S.E.M.10.224. II of persons, insensibility, apathy, Arist.EN1104b24, de An.429a29; ἀ. τῶν κακῶν insensibility to .., Thphr.HP9.15.1; ἀ. περί τι Arist.APo.97b23, Rh.1383b16. 2 as Stoic term, freedom from emotion, Dionys.Stoic.3.35, cf. Arr.Epict.4.6.34, al., Plu.2.82f; spelt ἀπαθία in Antip.Stoic.3.109, Phld.Sto.Herc.339.7. III absence of injury, σῴζεσθαι δι' ἀπάθειαν ἀνακαμπτόμενα for the sake of immunity, Arist.PA682b21.
German (Pape)
[Seite 274] ἡ, Unempfindlichkeit, Stumpfsinn, Plat. Def. 413 a; Arist. eth. 2, 3; öfter Plut. πρὸς τὸθεῖον. Bei den Stoikern = Leidenschaftslosigkeit, Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπάθεια: ἡ, ἔλλειψις αἰσθήσεως, ἀναισθησία, ἐπὶ πραγμάτων, ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ πάθος, Ἀριστ. Φυσ. 4. 9, 11· μεταφ. 8. 1, 5. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ἀναισθησία, ἀπάθεια, ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 2. 3, 5, Περὶ ψυχ. 3. 4, 5 ἀπάθεια κακῶν Θεοφρ. Α. Ἱστ. Φ. 9. 15, 1· ἀπ. περὶ τι Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 2. 13, 18, Ρητ. 2. 6, 2. 2) παρὰ τοῖς Στωϊκοῖς, ἡσυχία, ἔλλειψις πάθους, ἡ κατάστασις τοῦ κατ’ αὐτοὺς ἀληθοῦς σοφοῦ, τὸ τοῦ Ὁρατίου nil admirari, πρβλ. Heyne Ἐπίκτ. 12. 29· κατὰ πληθ. Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 10. 224. ΙΙΙ. ἔλλειψις ἢ ἀπουσία παθημάτων, δι’ ἀπάθειαν, χωρὶς νὰ ὑποφέρῃ τις πόνον, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 6. 6.